Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όπως κάθε κυβέρνηση, έτσι και η παρούσα, χθες, παρουσίασε τον προϋπολογισμό του επομένου έτους, εν μέσω διθυράμβων. Ισχυρή ανάπτυξη, «έκρηξη» επενδύσεων, άνοδος εξαγωγών, αποκλιμάκωση πληθωρισμού και περαιτέρω μείωση ανεργίας, ήταν τα “παράσημα” που χάρισε η κυβέρνηση στον εαυτόν της, δικαίως ή αδίκως – δεν είναι της παρούσης.
Η αντιπολίτευση μείζονα και ελάσσονα, αντιστοίχως, διαδραμάτισε τον ρόλο της, ασκώντας την εν πολλοίς αναμενόμενη κριτική της επί των βασικών προβλέψεων του προϋπολογισμού 2025.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη από το μετερίζι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκρινε ότι πρόκειται για προϋπολογισμό ανισοτήτων και φτώχειας για την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Το ΠΑΣΟΚ υποστήριξε και αυτό ότι ο προϋπολογισμός 2025 λέει τη μισή αλήθεια, δεν απαντά στις συλλογικές ανάγκες και υποσχέθηκε, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, να καταδείξει την πραγματικότητα για όσα “αποκρύπτει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης”.
Σύμφωνοι και πολύ ωραία, ίσως αναφωνήσετε. Όμως, είναι επίσης ιδιαίτερα πιθανόν ότι αυτήν σας την ιαχή θα την συνοδεύσετε και με την εύλογη απορία “αυτοί, λοιπόν, τι αντιπροτείνουν;”. Θα έχετε δε, απόλυτο δίκιο.
Υπό το φως της κριτικής που διατυπώνουν, τα δυο ισχυρότερα από πλευράς κοινοβουλευτικής ισχύος κόμματα οδεύουν για ακόμη μία φορά από κοινού – κατά το γνωστό, “χέρι-χέρι”, στην οδό του “όχι σε όλα”. Παρά δε αυτήν τη συγκυριακή “συντροφικότητα”, από αυτήν τους την κριτική απουσιάζει παντελώς η “αντιπρόταση”. Μία εναλλακτική, δηλαδή, πρόταση, κοστολογημένη, βιώσιμη και εντέλει πειστική ως προς αυτά που προτείνει, δίκην αντίλογου σε όσα κομίζει ο προϋπολογισμός.
Για την ακρίβεια, αυτή η μακρά κοινοβουλευτική παράδοση στην Ελλάδα, της παντελούς άρνησης και της κατάρριψης όσων παρουσιάζει η εκάστοτε κυβέρνηση, εκ μέρους των πτερύγων της αντιπολίτευσης, δίχως την διατύπωση μίας εναλλακτικής και βιώσιμης αντιπρότασης, ουδεμία τιμή περιποιεί στον πολιτικό κόσμο της χώρας.
Πρόκειται για μία στείρα πρακτική η οποία σπανίως ανατρέπεται ακόμη και από το βήμα της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, όπου είθισται τόσο η κυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να παρουσιάζουν τα οικονομικά τους προγράμματα. Ακόμη και εκεί, η κοστολόγηση και άρα η “πειθώ” αυτών των προτάσεων είναι μάλλον περιορισμένη.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, η χώρα διαθέτει, κατά κανόνα, μία αντιπολίτευση “περιορισμένης ευθύνης”. Μία αντιπολίτευση η οποία μόνο στόχο έχει την πόλωση και όχι την διατύπωση πολιτικών οι οποίες θα μπορούσαν να τύχουν αποδοχής ακόμη και εκ μέρους των πολιτικών τους αντιπάλων, που βρίσκονται στα κυβερνητικά έδρανα.
Αυτή, όμως, η περιορισμένη ευθύνη συντελεί διαχρονικά στην ύπαρξη ενός δημοκρατικού ελλείμματος στη χώρα μας. Διότι όταν οποιοσδήποτε κοινοβουλευτικός ή εντέλει πολιτικός, μπορεί να υποστηρίζει τινά τα οποία δεν είναι υποχρεωμένος να τεκμηριώνει βάσει στοιχείων, τότε – αν και κρίνεται από το εκλογικό σώμα – δεν παύει να μειώνει το δημοκρατικό μέτρο.
Ενδεχομένως, στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, θα ήταν δέον και σκόπιμο, να πράττει η εκάστοτε αντιπολίτευση, όπως και η εκάστοτε κυβέρνηση. Με άλλα λόγια να συνοδεύει τα λεγόμενά της με μία έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ή ακόμη και ενός ανεξάρτητου ελεγκτικού οίκου, ώστε να μην επιβαρύνεται και ο δημόσιος κορβανάς, ως προς την ακρίβεια και δυνητική αποτελεσματικότητά τους.
“Put your money where your mouth is”, λένε κάτι φίλοι μου από τη Λαμία και κρίνω ως εξαιρετική τη συμβουλή τους. Στην Βουλή “πιάνει”;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.