Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
«Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες» λέει ο θυμόσοφος λαός μας και πώς να διαφωνήσει κανείς με αυτό, όμως, η χθεσινή δημοσιοποίηση εκ μέρους του Υπουργείου Ανάπτυξης του καταλόγου με τα 123 προϊόντα τα οποία ήδη εντάχθηκαν στην πρωτοβουλία εθελοντικής μείωσης τιμών, από 6% έως και 15%, εξυπηρετεί κυρίως έναν σκοπό: να μας θυμίζει τα χιλιάδες άλλα προϊόντα η τιμή των οποίων παραμένει στα ύψη και είναι, εντέλει, δυσπρόσιτη για ένα μεγάλο μέρος του καταναλωτικού κοινού.
Με άλλα λόγια, πρωτοβουλίες όπως αυτή, όσο ευπρόσδεκτες κι αν είναι, σε πρώτη ανάγνωση, υπογραμμίζουν μία καθόλα προβληματική κατάσταση, η οποία μαστίζει την ελληνική οικονομία, αυτήν της ακρίβειας που κράτησε τον πληθωρισμό στην Ελλάδα στο 3,1% τον Σεπτέμβριο 2024, έναντι 1,7% στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τη Eurostat.
Ιδίως, εάν αναλογιστούμε ότι -επίσης σύμφωνα με τη Eurostat- η χώρα μας, φευ, βρίσκεται στην τέταρτη υψηλότερη θέση στην Ευρώπη αναφορικά με τα ποσοστά ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, με τις Ρουμανία (32%), Βουλγαρία (30%), Ισπανία (26,5%) να προηγούνται έναντι της Ελλάδας (26,1%). Όσο, δε, κι αν μπορούν να θεωρηθούν ως πλασματικά αυτά τα ποσοστά στην Ελλάδα, ελέω φοροδιαφυγής, παρά ταύτα παραμένουν ενδεικτικά του προβλήματος που εξακολουθεί να μαστίζει την ελληνική οικονομία και τα νοικοκυριά του τόπου μας.
Εάν όντως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και βεβαίως το Υπουργείο Ανάπτυξης είχαν τη βούληση τιθάσευσης του πληθωρισμού και του φαινομένου της ακρίβειας, ίσως θα ήταν χρήσιμο να άρχιζαν από τον περίφημο «πληθωρισμό της απληστίας», που -κατά τα φαινόμενα- επιδρά επί των περιθωρίων κέρδους σειράς επιχειρήσεων, οι οποίες, κατά πολλούς, αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους με ρυθμούς που υπερβαίνουν την αύξηση του κόστους, την οποία «αξιοποιούν» μόνον ως πρόφαση.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπάλτας: «Ο πληθωρισμός της απληστίας συνδέεται κυρίως με τις ανατιμήσεις πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες διαθέτουν ολιγοπωλιακή ισχύ για να εμπεδώνουν τις ανατιμήσεις αυτές στις αγορές».
Πέραν, όμως, αυτού του φαινομένου, οι αγκυλώσεις που εξακολουθεί να διαθέτει η ελληνική οικονομία καθιστούν μία ήδη δύσκολη κατάσταση ακόμη δυσχερέστερη. Το γεγονός ότι επαφιόμαστε στις εισαγωγές για την κάλυψη του παραγωγικού κενού της οικονομίας, ή ότι πολλοί κρίσιμοι τομείς εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ολιγοπωλιακές τάσεις, ή ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, έως έναν βαθμό, αντικειμενικά λειτουργούν με υψηλότερο κόστος παραγωγής, φερειπείν, το ενεργειακό κόστος, υπολείπονται στην ψηφιοποίησή τους και δεν επωφελούνται επαρκώς από οικονομίες κλίμακας εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους, συμβάλλουν στη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Αντίστοιχα, η εμμονή της κυβέρνησης να διατηρεί τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ και η άρνησή της να απαλλάξει σειρά προϊόντων από άλλους έμμεσους φόρους συνιστά ακόμη έναν από τους λόγους διατήρησης των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Έτσι, λοιπόν, όσο ευπρόσδεκτοι κι αν είναι οι κατάλογοι «εθελοντικών» μειώσεων τιμών εκ μέρους των σούπερ μάρκετ, που παρουσιάζει κατά καιρούς ο αρμόδιος υπουργός Τ. Θεοδωρικάκος, δεν παύουν να είναι, πρώτον, σταγόνα στον ωκεανό των ανατιμήσεων και δεύτερον, η καλύτερη υπόμνηση για τα προβλήματα που ακόμη μας κατατρέχουν και τα οποία αρνείται να χαλιναγωγήσει η κυβέρνηση.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.