Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όταν σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, το 99,9% των επιχειρήσεων της οποίας είναι μικρομεσαίες και δηλώνουν στην συντριπτική πλειονότητά τους ότι τα ολιγοπώλια ελέγχουν την αγορά, ας μην τρέφουμε αμφιβολίες: έτσι είναι.
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2023, ποσοστό 87,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εκτιμά ότι υπάρχουν ολιγοπώλια τα οποία ελέγχουν μεγάλο μέρος της αγοράς και διαμορφώνουν τις τιμές, έναντι μόλις 8,5% που πιστεύει ότι λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, η ίδια η αγορά εκτιμά και δηλώνει ευθέως, διαμέσου έρευνας ενός εκ των κυριοτέρων συλλογικών της φορέων, ότι στην αγορά κουμάντο κάνουν οι λίγοι και ως αποτέλεσμα, όχι μόνον ελέγχουν τις τιμές αλλά αυξάνουν, σύμφωνα με την ίδια έρευνα και το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Όπως σημειώνεται, το κόστος λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023. Συγκεκριμένα, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το λειτουργικό κόστος τους αυξήθηκε τα τελευταία 2 έτη και δημιούργησαν πιεστικό περιβάλλον αύξησης τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά που εμπορεύονται.
Με άλλα λόγια, τα ολιγοπώλια τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν στην ελληνική αγορά, όχι μόνον ελέγχουν τις τιμές και αυξάνουν το επίπεδό τους, αλλά δημιουργούν και πρόβλημα κόστους λειτουργίας για τις μικρότερες επιχειρήσεις, τις οποίες συμπαρασύρουν στην οδό των αυξήσεων τιμών για τα προϊόντα που αυτές προσφέρουν.
Εάν έχουν, όμως, όντως έτσι τα πράγματα, τότε οφείλουμε να μην απορούμε ως προς την επιμονή που εμφανίζει ο πληθωρισμός στις τιμές των τροφίμων αλλά και μίας σειράς ταχέως διακινούμενων καταναλωτικών προϊόντων, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή ακολουθεί πτωτική πορεία.
Όπως επίσης οφείλουμε να μην απορούμε είτε ως προς την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, είτε για τα “βαρίδια” που υφίστανται στους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας, όπως επισημαίνει η ίδια έρευνα. Όμως, αυτά συμβαίνουν όταν επί χρόνια είτε προωθείς “μισές” μεταρρυθμίσεις, είτε δεν τολμάς να “ακουμπήσεις” τις στρεβλώσεις που ακόμη χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κατά πόσον κρίνονται ως επιτυχείς οι μεταρρυθμίσεις που προώθησε τόσο η παρούσα όσο και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, φερ’ ειπείν της τελευταίας δεκαετίας, για την επικράτηση όρων υγιούς ανταγωνισμού στην Ελλάδα; Προφανώς, ελάχιστα. Όταν σύσσωμη η αγορά κρίνει πως δεν υφίσταται ανταγωνισμός και ότι αυτό το γεγονός αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο τιμών, δεν χωρούν αμφιβολίες περί αυτού.
Για την ακρίβεια, λέγουν ότι αν και υπάρχει ανταγωνισμός, αυτός υφίσταται μόνον μεταξύ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και όχι μεταξύ των “μεγάλων”, καταδεικνύοντας την ύπαρξη “συνεννοήσεων” μεταξύ τους και μίας αγοράς δύο ταχυτήτων.
Υπό το φως όλων αυτών, αρκεί το μπαλάκι ευθυνών που εξακολουθεί διαδραματίζεται μεταξύ του Υπουργείου Ανάπτυξης και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως απάντηση στο πρόβλημα; Αρκεί, για ακόμη μία φορά η διαπίστωση του προβλήματος αντί της αντιμετώπισής του;
Επί σειρά ετών, μνημονιακών και μη, η Ελλάδα κοροϊδεύει τον κόσμο και τους πολίτες της, υποστηρίζοντας ότι προωθεί μεταρρυθμίσεις για την τόνωση του ανταγωνισμού. Η πράξη την διαψεύδει. Διότι η επιτυχία ενός εγχειρήματος κρίνεται μόνον από το αποτέλεσμά του. Και στην περίπτωσή μας το αποτέλεσμα αυτό είναι οικτρό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.