Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από την εποχή του Διαφωτισμού και εν πάση περιπτώσει τα τελευταία 200-300 χρόνια, ελέω Μοντεσκιέ, τα ζητήματα της διάκρισης των εξουσιών (Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική) είναι λίγο-πολύ λυμένα στη Δύση. Ακόμη κι αν υπάρχουν επικαλύψεις, εν πολλοίς η μία εξουσία είναι ανεξάρτητη ή και υπόλογη στην άλλη, ώστε να υφίσταται μια αίσθηση δημοκρατίας και κράτους δικαίου.
Στην Ελλάδα, αν και καταπιανόμαστε με το θέμα από την εποχή του Αριστοτέλη, δεν έχουμε ακόμη καταφέρει να το λύσουμε. Βάσει του ισχύοντος Συντάγματος, η ηγεσία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο) τελεί υπό την έγκριση του υπουργικού συμβουλίου και, βεβαίως, του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Με άλλα λόγια, η κορυφή της μίας εξουσίας, της δικαστικής, διορίζεται από την κορυφή της εκτελεστικής, στα κελεύσματα της οποίας υπακούει κατά κανόνα και η τρίτη εξουσία, η νομοθετική. Με άλλα λόγια, Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
Είναι μια γνωστή κατάσταση πραγμάτων, για την οποία διαμαρτύρεται, κατά τον επίσης γνωστό βρυξελλιώτικο τρόπο, και η Κομισιόν, όμως η αλλαγή της προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Αντ’ αυτής, εσχάτως, η κυβέρνηση έκανε ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση, το οποίο ωστόσο, όπως στέκουν τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να παραμένει εκκρεμές.
Αντί της διαδικασίας που ακολουθούνταν έως τώρα, δηλαδή η προεπιλογή των υποψηφίων για την ηγεσία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων να διέρχεται διαμέσου της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής και εν συνεχεία να οδεύει στο υπουργικό συμβούλιο για την τελική έγκριση, προωθείται η μεγαλύτερη συμμετοχή του ίδιου του δικαστικού σώματος στη διαδικασία προεπιλογής.
Σύμφωνα με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, θα συνεδριάζουν οι Διοικητικές Ολομέλειες των δικαστηρίων τον Απρίλιο κάθε έτους και θα ψηφίζουν με μυστική ψηφοφορία πέντε υποψηφίους για την προεδρία των ανωτάτων δικαστηρίων, τα ονόματα των οποίων θα αποστέλλονται στη Βουλή και στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Με αυτό τον τρόπο, θεωρητικώς, θεσπίζεται μεγαλύτερος βαθμός αξιοκρατίας, δεδομένου ότι για τις κορυφαίες θέσεις των ανώτατων δικαστηρίων αναδεικνύονται και προτείνονται πρόσωπα από τους ίδιους τους δικαστικούς.
Παρά ταύτα, η τελική απόφαση παραμένει στο υπουργικό συμβούλιο και, βεβαίως, ελάχιστα αλλάζει την απουσία διάκρισης μεταξύ των εξουσιών, καθώς η μία εξακολουθεί να διορίζει την ηγεσία της άλλης.
Σε άλλες χώρες υφίστανται ποικίλοι τρόποι ανάδειξης της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων (δημόσια αιρετοί, εκλεγμένοι από τις τάξεις του δικαστικού σώματος, διορισμένοι από την κυβέρνηση κ.ά.), όμως οποιαδήποτε αλλαγή των θεμελίων του ελληνικού συστήματος προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Τούτη θα μπορούσε να αρχίσει από την περίοδο 2024-2025, στη διάρκεια δηλαδή της θητείας της τρέχουσας κυβέρνησης, και να ολοκληρωθεί στη θητεία της επομένης. Κατά πόσο η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση συνιστά προτεραιότητα για την παρούσα κυβέρνηση, όπως είναι για παράδειγμα η αλλαγή των συνταγματικών προβλέψεων για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, δεν είναι σαφές.
Αντίθετα, απολύτως σαφές είναι πως το υφιστάμενο σύστημα διορισμού των ηγεσιών των τριών ανώτατων δικαστηρίων υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας, καθώς δημιουργεί συνθήκες υπό τις οποίες η δικαστική εξουσία θα μπορούσε να είναι δέσμια της εκτελεστικής.
Εάν σ' αυτές τις συνθήκες «προσθέσουμε» κι εκείνες που θέλουν την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία βουλευτών να μην ψηφίζει αμιγώς κατά βούληση αλλά στη βάση μιας κυβερνητικής υποχρεωτικότητας, τότε ο περίφημος διαχωρισμός των εξουσιών απλώς πάει περίπατο!
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.