Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Ελλάδα είναι πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat, προτελευταία μεταξύ των 27 σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Με άλλα λόγια, είναι προτελευταία σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (GDP per capita in PPS) και φιγουράρει από κοινού με τη Βουλγαρία και τη Λετονία στις τρεις χαμηλότερες θέσεις του καταλόγου των χωρών οι κάτοικοι των οποίων, πρακτικά, είναι οι φτωχότεροι στην ΕΕ.
Η χώρα μας μπορεί να είναι όντως πρωταθλήτρια αύξησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση με επίδοση 2,5% σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως έσπευσε χθες να υπενθυμίσει το Υπουργείο Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, όμως σε όρους αγοραστικής δύναμης συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών τελευταίων κρατών-μελών της ΕΕ των 27.
Πρακτικά τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ακόμη κι αν το παραγόμενο προϊόν αυξάνεται και μάλιστα ταχύτερα του μέσου όρου των κρατών-μελών της ΕΕ, το γεγονός τούτο δεν μπορούν να το καρπωθούν οι κάτοικοι της χώρας.
Υπό μία έννοια, αυτό το μέγεθος, το οποίο διαχρονικά υπολείπεται του μέσου κοινοτικού όρου, είναι το λεγόμενο “bottom line” ή, αν θέλετε, η «γραμμή αποτελεσμάτων» της όλης υπόθεσης που αφορά στην οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα και στον βαθμό σύγκλισης της χώρας μας με τον μέσο κοινοτικό όρο.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2012 ήμασταν στο 71% του μέσου κοινοτικού όρου, το '13 και το '14 στο 72%, το '15 πέσαμε στο 70%, το '16 στο 68%, το '17 στο 67%, το '18 και το '19 στο 66%, το '20 ήμασταν στο 62%, το '21 στο 63%, το '22 ξανά ανεβήκαμε στο 67%, όπου παραμείναμε και το 2023.
Υπ’ αυτό το πρίσμα πρόκειται για μία συλλογική αποτυχία, η οποία αφορά το σύνολο όσων κράτησαν τα ηνία της χώρας καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και των μνημονίων, αλλά και στην περίοδο της πανδημίας και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού τιμών που την ακολούθησε.
Ένα τμήμα αυτής της εξίσωσης προφανώς αφορά στην παράμετρο της ακρίβειας, η οποία αναλώνει τα εισοδήματα των νοικοκυριών, όμως, τα αίτια αυτής της κατάστασης αντικατοπτρίζουν, κυρίως, την απουσία όρων ανταγωνισμού στη λειτουργία της ελληνικής αγοράς.
Αντικατοπτρίζουν, με άλλα λόγια, τις κάθε λογής στρεβλώσεις που επιτρέπουν μία σειρά από προϊόντα να πωλούνται σε χώρες της δυτικής Ευρώπης σε μία τιμή και στη χώρα μας σε πολλαπλάσια αυτής.
Όπως αντίστοιχα, αντικατοπτρίζουν και την απουσία βούλησης για την απαλλαγή της χώρας μας από αυτές τις στρεβλώσεις και την απουσία όρων ανταγωνισμού. Είτε αυτή αφορά στα πολυεθνικά καρτέλ που μπορούν να πωλούν στην Ελλάδα ένα προϊόν ακριβότερα από ό,τι το πωλούν στη Γερμανία, είτε αφορά στην απουσία προώθησης μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας ή στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, επειδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις κρίνουν ότι οι όποιες αλλαγές θα οδηγήσουν σε πολιτικό κόστος.
Η διαχρονική εμμονή δε σε πολιτικές αυτού του είδους κρατούν τη χώρα σε επίπεδα σταθερά χαμηλότερα του μέσου κοινοτικού όρου. Πρόκειται για μία συλλογική αποτυχία, η οποία αφορά πρωτίστως τους κυβερνώντες αλλά βεβαίως και όσους τους έβαλαν σε αυτή τη θέση.
Εάν διατηρήσουμε δε αυτή την τακτική και εάν οι πελατειακές σχέσεις συνεχίσουν να αποτελούν το κυρίαρχο σκεπτικό στις εκάστοτε εκλογικές αναμετρήσεις, ουδείς λόγος υπάρχει να δούμε προκοπή σε αυτόν τον τόπο.