Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τα αιτήματα που συνοδεύουν την πανελλαδική απεργία την οποία προκήρυξε στον δημόσιο τομέα για τις 28 του μηνός η ΑΔΕΔΥ συμπεριλαμβάνουν «επιστροφή» του 13ου και 14ου μισθού, μισθολογική αύξηση 10%, προσμέτρηση στη μισθολογική εξέλιξη της προϋπηρεσίας 2016-17, αύξηση και επέκταση του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και αύξηση του αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ.
Για το δίκαιο ή μη των παραπάνω αιτημάτων η στήλη δεν θα κάνει λόγο. Ιδίως, στην παρούσα εποχή ακρίβειας, κατά την οποία τα περισσότερα νοικοκυριά μετρούν «δραχμή-δραχμή», όπως λέγαμε παλιότερα, τα χρήματά τους, κάθε φορά που είναι αντιμέτωπα με λογαριασμούς κάθε είδους.
Θα θυμίσει, όμως, μόνο δύο τινά.
Πρώτον, ότι το 2024 έκανε ποδαρικό με αυξήσεις για τους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι με βάση το νέο μισθολόγιο έλαβαν μηνιαία αύξηση 70 ευρώ στον βασικό μισθό, μεγαλύτερο επίδομα τέκνων από 20 έως 50 ευρώ αλλά και έμμεση αύξηση από 6,4 έως 18,3 ευρώ λόγω της μειωμένης παρακράτησης στο ποσό του φόρου από την αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για τις οικογένειες με παιδιά. Αθροιστικά, λοιπόν, το ετήσιο όφελος σε μέσα επίπεδα, ανά υπάλληλο, ανέρχεται σε 2.084 ευρώ μικτά ή 1.476 ευρώ καθαρά.
Θα μπορούσε να πει κανείς, λοιπόν, υπό το φως των παραπάνω, ότι τουλάχιστον ο 13ος μισθός, αν όχι και μέρος του 14ου, έχει ήδη αποκατασταθεί.
Δεύτερον, να θυμίσουμε ότι παρά τις πολυετείς προσπάθειες διαφόρων κυβερνήσεων, μνημονιακών ή μη, η υπόθεση της αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα παραμένει επί της ουσίας κενό γράμμα.
Παρά τους νόμους που προηγήθηκαν, παρά τον μόλις προ οκταμήνου νόμο Βορίδη και παρά την προφανή ανάγκη που προκύπτει, η αξιολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων παραμένει επί της ουσίας κενό γράμμα. Μπορεί να υφίσταται τυπικά, μπορεί να συμπληρώνονται από υπαλλήλους ορισμένες φόρμες όπως επιτάσσει ο νόμος, όμως αποτίμηση έργου και αποδοτικότητας δεν υφίσταται και ακόμη και εάν «κοπεί» κανείς, οδηγείται απλώς σε... επιμόρφωση.
Εάν έχουν όμως έτσι τα πράγματα, τότε σε ποιο καντάρι μπορεί να βάλει εκείνος που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, το έργο εκείνου που εργάζεται στον δημόσιο και ζητά σήμερα επιπρόσθετες αυξήσεις από εκείνες που ήδη έλαβε στην αρχή του έτους; Ποιο είναι το μέτρο βάσει του οποίου μπορεί να αξιολογήσει την απόδοση του κάθε «συναδέλφου» του, εργαζόμενου στον δημόσιο τομέα, εάν οι διαδικασίες που υφίστανται αφορούν «τα χαρτιά» και όχι την πράξη;
Ας μην μπούμε δε στην καθόλα άχαρη αλλά και άκαρπη συζήτηση περί φοροδιαφυγής, διότι αδικούμε διπλά έτσι τους συνεπείς φορολογούμενους, οι οποίοι θα κληθούν να βάλουν διπλά το χέρι στην τσέπη…
Κοντολογίς, φίλτατοι, ας μην τρέφουμε αυταπάτες.
Η επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά των εκάστοτε μισθολογικών αυξήσεων στον δημόσιο τομέα μπορεί να είναι ευρεία, όμως αυτό το οποίο συνεχίζει διαχρονικά να απουσιάζει είναι το μέτρο σύγκρισης. Όσο απουσιάζει μία πραγματική διαδικασία αξιολόγησης της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων εκ των προτέρων γνωστών, ο κάθε φορολογούμενος πολίτης θα έχει δικαίωμα να διερωτάται κατά πόσον πιάνουν τόπο τα λεφτά του.
Τα χρήματα που φεύγουν από την τσέπη του και δεν πάνε για την κάλυψη των αναγκών της δικής του οικογένειας αλλά δαπανώνται ώστε να ικανοποιηθούν τα «δίκαια αιτήματα» των δημόσιων υπαλλήλων.