Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στις 18 Ιουνίου του 1940, όταν οι δυνάμεις του άξονα προήλαυναν επί γαλλικού εδάφους και εκείνες των Aγγλογάλλων ήσαν ήδη σε άτακτη υποχώρηση, ο αείμνηστος στρατηγός Σαρλ Ντε Γκολ είχε συνοψίσει το διακύβευμα των ημερών με έκκλησή του στον γαλλικό λαό να συνεχίσει να μάχεται, καταλήγοντας στο ερώτημα: L'espérance doit-elle disparaître? Πρέπει να χαθεί η ελπίδα;
Η απάντηση που ο ίδιος είχε δώσει, ήταν πως «όχι» και η Ιστορία τον δικαίωσε.
Περισσότερα από 80 χρόνια μετά, αν και το διακύβευμα ενώπιον του οποίου εμείς βρισκόμαστε είναι εντελώς διαφορετικό, αυτό της ανόρθωσης της χώρας από τα πλήγματα που δέχθηκε κατά το παρελθόν και της επιβίωσής της απέναντι στους κάθε λογής κινδύνους με τους οποίους είναι αντιμέτωπη, από την εξ Ανατολών γείτονα έως την κλιματική κρίση και οτιδήποτε ενδιάμεσο, η απάντηση οφείλει να είναι η ίδια: «Όχι».
Πώς, όμως, μπορεί να διατηρηθεί αυτή η ελπίδα, ότι όντως μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας αυτοδύναμα, κατά τρόπο ισχυρό και βιώσιμο και να αντεπεξέλθουμε, όταν επί δεκαετίες είμαστε αντιμέτωποι με τα ίδια προβλήματα, αδυνατώντας να τα υπερβούμε, παρά τις επανειλημμένες δεσμεύσεις μας ως προς αυτό;
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, πανεπιστημιακός και πρώην υπουργός Οικονομικών αλλά και Ανάπτυξης, έκανε χθες λόγο, με συνέντευξή του στο περιοδικό Global Finance, για την επιθυμία του να αλλάξει ο δημόσιος τομέας «ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα», όπως είπε.
Συγκεκριμένα, στην ερώτηση, «τι κυρίως θα θέλατε να αλλάξετε στην ελληνική οικονομία;», ο κ. Στουρνάρας, ένας άνθρωπος το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί άμεσα με το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων, δήλωσε ότι: «Θα ήθελα να ήταν δυνατόν να αλλάξουμε τον δημόσιο τομέα, ώστε να ανταποκρίνεται στα υψηλότερα δυνατά διεθνή πρότυπα. Αυτό προϋποθέτει την αντιμετώπιση χρόνιων εγγενών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (π.χ. μεταβιβάσεις ακινήτων, χωροταξικός σχεδιασμός, ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου, ψηφιακός μετασχηματισμός των δημόσιων υπηρεσιών)».
«Σύμφωνοι», θα αναφωνήσουμε με την πλέον στεντόρεια φωνή που μπορούμε να υψώσουμε. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν είναι δυνατόν να αποδράσουμε από τη σκέψη ότι είναι η πολλοστή φορά, τις τελευταίες δεκαετίες, που ηχούν στα αυτιά μας αντίστοιχες ευχές ή εκκλήσεις εκ μέρους παραγόντων, πολιτικών ή μη, της κοινωνίας μας.
Μόλις το προηγούμενο Σάββατο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας άνθρωπος το όνομα του οποίου επίσης συνδέθηκε με τη λέξη «μεταρρυθμίσεις» κατά την έναρξη της πρώτης διακυβέρνησής του, αναφέρθηκε εκ νέου από το βήμα της ΔΕΘ για 6η φορά όπως μας θύμισε ο ίδιος, στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων που ακόμη πρέπει να γίνουν στον τόπο μας.
Το γεγονός και μόνον ότι μετά από τρία μνημόνια, στα οποία οδηγήθηκε η χώρα μας, δίκην «αναγκαίου κακού» και μετά από συνολικά 13 χρόνια κατόπιν της χρεοκοπίας της, ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας απευθύνει ακόμη εκκλήσεις μεταρρύθμισης του τόπου και ο πρωθυπουργός της επαναλαμβάνει δεσμεύσεις επί των οποίων εξελέγη ήδη από το 2019, είναι, κατά μία έννοια, ένα είδος χρεοκοπίας.
Όχι εκείνης που μας οδήγησε στην αγκάλη του ΔΝΤ το 2010 (από την οποία κακώς ξεφύγαμε, κατά τον φίλτατο Στέφανο Μάνο), αλλά, εντέλει, ενδεικτικής της απουσίας προόδου που ακόμη χαρακτηρίζει τη χώρα μας.
Όμως, είπαμε: η ελπίδα πεθαίνει τελευταία...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.