Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η προκαταρκτική έρευνα που διέταξε ο Οικονομικός Εισαγγελέας Χρήστος Μπαρδάκης σε βάρος του πρώην βουλευτή Φθιώτιδας της ΝΔ Θέμη Χειμάρα, ο οποίος φέρεται να εμπλέκεται σε απευθείας αναθέσεις, επαναφέρει, κατά τρόπο επιτακτικό, ερωτήματα ως προς τους όρους διαφάνειας στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Ποιος ο λόγος για την ετήσια υποβολή των περιβόητων δηλώσεων «πόθεν έσχες», εάν αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο έρευνας εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, στο πλαίσιο μίας συνεχούς διαδικασίας ελέγχου προσώπων σε θέσεις πολιτικής εξουσίας, παντός είδους;
Εάν όντως προκύψουν επιβαρυντικά στοιχεία για τον συγκεκριμένο πολιτικό από την εξέταση των δηλώσεων «πόθεν έσχες» που υπέβαλλε κατά τα προηγούμενα χρόνια, δεν προκύπτει συνάμα και ένα κενό ελέγχου εκ μέρους της πολιτείας για τις δραστηριότητές του καθ’ όλο αυτό το διάστημα; Αντίστοιχα, ποιος ο λόγος ύπαρξης προβλέψεων για το ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητος με συναλλαγές με το δημόσιο, εάν εν ενεργεία βουλευτές επικαλούνται άγνοια περί αυτών;
Εντέλει, τα ίδια τα κόμματα δεν υποβάλλουν τους υποψηφίους οι οποίοι απαρτίζουν τους εκλογικούς τους καταλόγους σε κάποιο είδος ελέγχου, πριν τους παραδώσουν στην κρίση του εκλογικού σώματος;
Η υπόθεση του κ. Χειμάρα, ο οποίος είχε τουλάχιστον την ευπρέπεια να παραιτηθεί, αποτελεί την τελευταία πτυχή σε έναν ιδιαίτερα μακρύ κατάλογο αντίστοιχων υποθέσεων του παρελθόντος. Η αμέσως προηγούμενη αφορούσε τον -επίσης πρώην βουλευτή της ΝΔ (Γρεβενά)- Αν. Πάτση, ο οποίος φέρεται να διατηρούσε, κατά τρόπο επίσης ασυμβίβαστο με τη βουλευτική του ιδιότητα, εταιρείες κόκκινων δανείων. Πρόκειται, δε, για έναν κατάλογο στον οποίο, κατά καιρούς, ενεγράφησαν μέλη του συνόλου των κυριότερων πολιτικών παρατάξεων, τα οποία κατηγορήθηκαν για ζητήματα διαφάνειας ενόσω τα κόμματά τους ήταν στην εξουσία ή και εκτός αυτής.
Κύριο απότοκο, δε, αυτής της διαδικασίας είναι η συνεχιζόμενη απαξίωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας, εν συνόλω, στα μάτια του εκλογικού σώματος, γεγονός ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη σταθερότητα του τόπου. Εάν οι δηλώσεις «πόθεν έσχες» παραμένουν ένα βήμα δίχως περιεχόμενο, εάν τα πολιτικά πρόσωπα μπορούν να επικαλούνται ανερυθρίαστα άγνοια της νομοθεσίας και εάν τα ίδια τα κόμματα δεν μεριμνούν για την αξιολόγηση των στελεχών που προτείνουν προς το εκλογικό σώμα, τότε αυτή η απαξία είναι απολύτως δικαιολογημένη στα μάτια του κοινού.
Συμπεριλαμβάνει, μάλιστα, το σύνολο του πολιτικού προσωπικού και όχι μόνον τα «σάπια μήλα», καθώς συχνά ο διαχωρισμός είναι δύσκολος ή και αδύνατος, καθώς η παραμονή τους εντός νυμφώνος μέχρι τη στιγμή του εντοπισμού τους ερμηνεύεται ως προϊόν συναλλαγής.
Ακόμη χειρότερα, η ύπαρξη αυτών των φαινομένων αδιαφάνειας καθίσταται «όπλο» στα χέρια των κάθε λογής ακραίων δυνάμεων, οι οποίες σε καιρούς κρίσης σπεύδουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την όποια απαξία περιβάλλει το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ωστόσο, η υπόθεση της αδιαφάνειας στην πολιτική ζωή του τόπου πλήττει ευθέως τους θεσμούς του πολιτεύματος και συνιστά μία ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλιά του. Καθιστά, δε, προφάσεις εν αμαρτίαις, συστήματα ελέγχου όπως οι δηλώσεις «πόθεν έσχες», απαξιώνοντας ακόμη περισσότερο το ίδιο το σύστημα.
Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, φίλτατοι, δεν θα πάμε μακριά.
Εάν οι βελγικές διωκτικές αρχές διέσωσαν την τιμή του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος στην υπόθεση Καϊλή, με την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα με την οποία λειτούργησαν, την τιμή του ελληνικού πολιτικού συστήματος ποιος θα τη σώσει;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.