Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η Ελλάδα μεγάλωσε. Επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια στο Ιόνιο και σύναψε συμφωνίες ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, έστω μερικώς.
Εξασφάλισε δε ισχυρές συμμαχίες που στάθηκαν στο πλευρό της στη διάρκεια των πολλαπλών κρίσεων που αντιμετώπισε με τη γείτονα Τουρκία. Όμως, σε μία κρίσιμη και καθ' όλα «ύποπτη» περίοδο όπως η παρούσα, εξελίξεις που δεν μπορεί -και ούτε θα όφειλε- να επηρεάσει αναμένεται να επιδράσουν καταλυτικά στο διπλωματικό πεδίο εντός του οποίου κινείται.
Η αποχώρηση του κυβερνητικού συνασπισμού Γιαΐρ Λαπίντ-Μπένι Γκαντζ και η εκ νέου ανάληψη των ηνίων του Ισραήλ από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, μπορεί, ευλόγως, να θεωρηθεί ως ευνοϊκή εξέλιξη για τη χώρα μας.
Επί Γιαΐρ Λαπίντ-Μπένι Γκαντς, οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ανταλλάχθηκαν επισκέψεις υψηλού συμβολισμού και μόλις πρόσφατα, αμηχανία επικράτησε στην Αθήνα από την ακύρωση προγραμματισμένης επίσκεψης του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ Μπένι Γκαντς αλλά την ταυτόχρονη υλοποίηση ανάλογης επίσκεψής του στη γείτονα.
Επί της προηγούμενης θητείας του «ΜπίΜπι» δεν υπήρχε έδαφος αμφιβολιών ως προς την ισχύ των ελληνο-ισραηλινών δεσμών. Αν και τούτοι έχουν πλέον σφυρηλατηθεί με εκτενείς διμερείς συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και εκείνης που αφορά στο αεροπορικό κέντρο εκπαίδευσης στην Καλαμάτα αλλά και σειράς εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ των δύο κρατών -και άρα δεν αμφισβητούνται-, η πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, ένθεν και ένθεν, μπορεί να επηρεάσει αυτούς τους δεσμούς προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στην περίπτωση Νετανιάχου, δε, αυτή η κατεύθυνση έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα θετική για τη χώρα μας έως τώρα.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ, τα πράγματα δεν εμφανίζονται τόσο αισιόδοξα για τα ελληνικά συμφέροντα. Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις, οι επιδόσεις των Δημοκρατικών κατά τις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές ενδέχεται να τους στοιχίσουν την πλειοψηφία τους στη Βουλή και πιθανώς την ήδη οριακή πλειοψηφία που έχουν στη Γερουσία.
Εάν όντως τούτο συμβεί, πέραν όσων συνεπάγεται για τη δυνατότητα της κυβέρνησης Μπάιντεν να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό της έργο, είναι σαφές ότι μπορεί επιδράσει αρνητικά και σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα.
Αν και οι βασικοί άξονες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν αναμένεται να μεταβληθούν, το ενδεχόμενο απώλειας της πλειοψηφίας στη Γερουσία εκ μέρους των Δημοκρατικών θα σημάνει -κατά πάσα βεβαιότητα- και την απώλεια της προεδρίας τής ιδιαίτερα σημαντικής για ζητήματα προμηθειών στρατιωτικού εξοπλισμού Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας από τον Μπομπ Μενέντεζ, αποδεδειγμένο φίλο της χώρας.
Οι πρωτοβουλίες του υψώνονται έως τώρα ως φραγμοί στις εξοπλιστικές διαθέσεις της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, βοηθούσης βεβαίως και της στάσης που η Άγκυρα τηρεί, τόσο σε ό,τι αφορά στους ρωσικούς πυραύλους S-400 όσο και με την καθημερινή πραγματοποίηση παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου της Ελλάδας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ενδεχόμενη αποχώρηση Μενέντεζ από την προεδρία της παραπάνω Επιτροπής καταγράφεται ως αρνητική εξέλιξη. Έτσι, λοιπόν, ελέω δημοκρατικών διαδικασιών στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ, κατά το επόμενο διάστημα η σκακιέρα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο θα επηρεαστεί, καθιστώντας τα πράγματα για τη χώρα μας αλλού ευκολότερα και αλλού δυσχερέστερα.
Αν μη τι άλλο, με τη συνδρομή και αυτών των εξελίξεων, το επόμενο διάστημα, τουλάχιστον έως τις τουρκικές εκλογές, προβλέπεται… ενδιαφέρον.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.