Ως «ατύχημα εν αναμονή» χαρακτηρίζει την Ιταλία κορυφαία (γερμανική) επενδυτική τράπεζα, σε σημείωμά της προς τη διεθνή πελατεία της, υπό το φως της παραίτησης Ντράγκι, των επικείμενων εκλογών και του ενδεχόμενου πολιτικής αστάθειας στη γείτονα.
Με σχέση χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 150% και σύνολο κρατικού χρέους περί τα 2,7 τρισ. ευρώ, το ενδεχόμενο είτε πολιτικής αστάθειας -στο οποίο δεν είναι ξένη η Ιταλία- είτε δημοσιονομικών παρεκκλίσεων από τη νέα ιταλική κυβέρνηση -όποτε αυτή σχηματιστεί- αποτελούν ικανούς και αρκετούς λόγους για την όποια ανησυχία των αγορών.
Και τούτο διότι: Πρώτον, η τάση ανάπτυξης του πραγματικού ιταλικού ΑΕΠ δεν ξεπερνά το 0,5% ετησίως (και αν…), δεύτερον, η χώρα υποφέρει από σαφές δημογραφικό πρόβλημα με τον ρυθμό αναπλήρωσης να μην υπερβαίνει τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα τα τελευταία 30 χρόνια και τρίτον, η χώρα έχει μακρά ιστορία πολιτικής αστάθειας, προσθέτοντας έτσι πολιτικό ρίσκο στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της. Αρκεί να δει κανείς την πολιτική σκηνή προ της κυβέρνησης Ντράγκι αλλά και τα αίτια της κατάρρευσής της.
Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τους φίλτατους Γερμανούς, όπως στέκουν σήμερα τα πράγματα, ο κίνδυνος «ατυχήματος» παραμένει επί του παρόντος χαμηλός.
Παρά την αναμενόμενη επικράτηση του πολιτικού σχηματισμού υπό την Τζόρτζια Μελόνι (Fratelli d’Italia) και του πιθανού σχηματισμού δεξιού (διανθισμένου με ακροδεξιά στοιχεία) κυβερνητικού συνασπισμού, ο οποίος εκτιμάται ότι θα μπορούσε να προσφέρει στην Ευρώπη μία περίοδο ανησυχίας, δύο είναι τα στοιχεία εκείνα που εκτιμάται -ή τουλάχιστον, ελπίζεται- ότι μπορούν να «συνετίσουν» προς την οδό των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής ευταξίας, την Ιταλία.
Αφενός, μία ενδεχόμενη αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων και δεύτερον, η διακύβευση των καταβολών από το πρόγραμμα NextGenEU, το αναλογικό τμήμα του οποίου για την Ιταλία αντιστοιχεί σε περίπου 5% του ετήσιου ΑΕΠ της.
Κατά πόσον αυτό το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί είναι άγνωστο.
Αυτό που είναι σαφές ωστόσο είναι ότι υπάρχουν θεμελιώδη οικονομικά «αναχώματα» σε ό,τι αφορά στο ενδεχόμενο ενός ιταλικού ατυχήματος.
Αθροιστικό ποσοστό 26% του ιταλικού δημόσιου χρέους βρίσκεται στην Banca d'Italia για λογαριασμό της ΕΚΤ ή στην ίδια την ΕΚΤ. Αυτό το ποσοστό δε -ακόμη και δίχως επιπρόσθετες αγορές από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- θα μείνει στον ισολογισμό της τουλάχιστον έως το 2024.
Επιπρόσθετα, το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους βρίσκεται σε χαμηλό τριακονταετίας και μεγάλο τμήμα του επιστρέφει, ούτως ή άλλως, στον προϋπολογισμό της χώρας, μέσω της κεντρικής της τράπεζας. Τέλος, με μέση ωριμότητα τα 7,8 χρόνια θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια, ακόμη κι αν «ξεφύγουν» οι αποδόσεις των ομολόγων, μέχρι να αυξηθεί δραματικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Τώρα, ως γνωστόν, ο πληθωρισμός είναι κατάρα αλλά και ευλογία, καθώς αυξάνει τα φορολογικά έσοδα και μειώνει το πραγματικό κόστος εξυπηρέτησης ενός χρέους το οποίο σήμερα φέρει σταθερά επιτόκια.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι φίλτατοι Γερμανοί -της συγκεκριμένης επενδυτικής τράπεζας- εκτιμούν ότι το ιταλικό καράβι θα συνεχίσει να αρμενίζει ομαλά για το επόμενο διάστημα. Τούτου δοθέντος θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμίσουμε ότι οι τελευταίοι που θα επιθυμούσαν να δουν φουρτούνες στις ιταλικές οικονομικές θάλασσες, θα ήταν οι Γερμανοί και ως εκ τούτου έχουν κάθε λόγο να καλλωπίζουν την εικόνα.
Όμως το στοίχημα (Ταμείου Ανάκαμψης και αποδόσεων) παραμένει σε ισχύ και ενδέχεται να αποδειχθεί αρκετό ώστε να κρατηθεί η γείτονα σε ευθεία πορεία. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε μπροστά μας...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.