Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ο κώδωνας κινδύνου που έκρουσε χθες ως προς την ενεργειακή επάρκεια της Γαλλίας και βεβαίως της Ευρώπης, ο πρόεδρος της χώρας Εμ. Μακρόν και η αντίστοιχη έκκληση ενότητας που απηύθυνε έναντι του ιδίου προβλήματος ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σόλτς, συνιστούν πρόδηλη επιβεβαίωση των δεινών στα οποία έχει ήδη εισέλθει η Γηραιά Ήπειρος. Με ίδια, βεβαίως, ευθύνη.
Την ίδια ώρα που ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, χαρακτηρίζει ως καταστροφικές για την Ευρώπη τις κυρώσεις που η ίδια επέβαλε κατά της Ρωσίας, δεν παύει να εντείνει τις επιπτώσεις τους μειώνοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παροχή φυσικού αερίου προς τις ευρωπαϊκές χώρες και ενισχύοντας έτσι τις ήδη οξείες πληθωριστικές πιέσεις.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι τελικός του στόχος είναι πρόκληση οικονομικών προβλημάτων και κατά προέκταση η υποδαύλιση κοινωνικής αναταραχής στην ευρωπαϊκή Δύση, ως απάντηση στην επιβίβασή της ΕΕ στο αμερικανικό άρμα το οποίο κινείται εναντίον της Ρωσίας, εξαιτίας της εισβολής της στην Ουκρανία.
Βρήκε έδαφος, όμως, ο φίλτατος Ρώσος ηγέτης ώστε να δράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Την στιγμή κατά την οποία η κυριότερη από πλευράς οικονομικής ισχύος ευρωπαϊκή χώρα, η Γερμανία και βεβαίως σειρά άλλων ευρωπαϊκών κρατών, είχαν εναποθέσει στους ώμους της Ρωσίας ένα τόσο σημαντικό τμήμα της ενεργειακής τους επάρκειας (η Ρωσία προμήθευε ως πρόσφατα το 40% του άνθρακα και το 40% του πετρελαίου και η Ευρωπαϊκή Ένωση αγόραζε από τη Ρωσία ετησίως περί τα 158 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου), η θεσμοθέτηση κυρώσεων κατά της Ρωσίας ήταν σαφές ότι θα οδηγούσε σε προβλήματα για την ίδια την Ευρώπη.
Κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο, η διαιώνιση της μεταπολεμικής εναπόθεσης της ασφάλειάς της σε Νατοϊκά και άρα αμερικανικά χέρια και η απουσία ανάπτυξης αξιόλογων ίδιων προς αυτόν τον σκοπό δυνάμεων την καθιστά αδύναμη να αναπτύξει ανεξάρτητη αμυντική και εξωτερική πολιτική. Μία δυνατότητα την οποία αρνείται, ούτως ή άλλως, επισταμένα να αναπτύξει στο πλαίσιο της ΕΕ, αυτοευνουχιζόμενη και περιοριζόμενη στην εθνική πολιτική ενός εκάστου των κρατών μελών της.
“Βόλευε”, βεβαίως, την ηγήτορα χώρα της Ευρώπης, Γερμανία η εναπόθεση της ενεργειακής της ασφάλειας στη Ρωσία και της άμυνάς της στις ΗΠΑ, επί δεκαετίες, καθώς αποτελούσαν τις σαφώς οικονομικότερες λύσεις. Πλέον, όμως, αυτή η υπόθεση, στην οποία συμπαρέσυρε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει γυρίσει μπούμερανγκ.
Στην Βρετανία, η κοινωνική δυσαρέσκεια που σχετίζεται και με τις πληθωριστικές πιέσεις συνέβαλε στην παραίτηση του Μπ. Τζόνσον από την πρωθυπουργία (αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση τα αίτια είναι ασφαλώς ευρύτερα), στην Γαλλία είχε προηγηθεί το νικηφόρο πλην κοινοβουλευτικό αδύναμο αποτέλεσμα για τον Εμ. Μακρόν και στην γειτονική μας Ιταλία η αναταραχή, η οποία απειλεί την πολιτική σταθερότητα είναι πρόδηλη.
Υπό το φως όλων αυτών αλλά και των οικονομικών επιπτώσεων που υφίσταται η Ευρώπη εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διευθετούσε έως τώρα τις ενεργειακές της υποθέσεις, είναι σαφές ότι έχει φθάσει η ώρα του “λογαριασμού”.
Όσο δε η ΕΕ επιλέγει να παραμένει δέσμια στο αμερικανικό άρμα, για την ικανοποίηση ακόμη και των ενεργειακών της αναγκών, αντί να αναπτύσσει μία αυτόνομη ενεργειακή πολιτική, φερειπείν εκμεταλλευόμενη τα κοιτάσματα της Ν.Α. Μεσογείου και διευρύνοντας την βεντάλια των προμηθευτών της, τόσο θα υφίσταται τα επίχειρα των επιλογών της.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.