Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η τρέχουσα κρίση περί την Ουκρανία αναδεικνύει, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, το μεγάλο έλλειμμα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε ζητήματα ενιαίας αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής.
Μολονότι η ύπαρξη αυτού του ελλείμματος ήταν γνωστή από πολλού χρόνου, ιδίως σε μία χώρα υπό μόνιμη απειλή πολέμου όπως η δική μας, η τρέχουσα κρίση φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνον την απουσία στρατιωτικών δομών αλλά κυριότερα την ανυπαρξία ενιαίας βούλησης εκ μέρους των κρατών-μελών για τον διπλωματικό χειρισμό της.
Υπ’ αυτό το φως, αν και η τρέχουσα κρίση φέρνει στην επιφάνεια κάτι ήδη γνωστό, όπως έγινε και με τα ζητήματα που ανέδειξε για την Ευρωζώνη η ελληνική κρίση χρέους, η μεγάλη διαφορά με τις τότε περιστάσεις έγκειται στην απουσία βούλησης για την ανάληψη πρωτοβουλιών ή και δυνατότητας, ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Για την ακρίβεια, πρόκειται περί μίας καθολικής αποτυχίας, συστημικού πλέον χαρακτήρα.
Όπως σημειώνει ο Piotr Buras, αναλυτής της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης European Council on Foreign Affairs, πρόκειται περί μίας «ασυγχώρητης αποτυχίας», καθώς η μεν ανυπαρξία στρατιωτικών δυνάμεων εκ μέρους της ΕΕ -ικανών να αντιπαρατεθούν κατά τρόπο σοβαρό έναντι της Ρωσίας- την αποκλείει ως συνομιλητή της Μόσχας, ενώ η απροθυμία εκ μέρους της ΕΕ να προχωρήσει έστω και σε κυρώσεις οικονομικού χαρακτήρα «ακυρώνει» τον δυνητικό της ρόλο ως μίας υπολογίσιμης δύναμης. Εάν αυτός ο συνδυασμός δεν συνιστά αποτυχία συστημικού χαρακτήρα, τότε τι συνιστά;
Αποτελεί δε ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της κατάστασης το σαφώς σαρκαστικό αλλά συνάμα και ρεαλιστικό ερώτημα που φέρεται να διατύπωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ ως προς το ενδεχόμενο απευθείας συνομιλιών μεταξύ του ιδίου και του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ, με την απουσία του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ: «Θα πρέπει να ερωτηθούν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ εάν δέχονται να αναλάβει η ΕΕ ανεξάρτητη δράση»…
Την ίδια ώρα που η έναρξη εχθροπραξιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας εμφανίζεται ως ένα ορατό ενδεχόμενο, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν ότι οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ που θα συνεδριάσουν σήμερα στις Βρυξέλλες θα μπορέσουν να συμφωνήσουν επί ενός βιώσιμου πακέτου κυρώσεων, με στόχο την αποτροπή της σύρραξης. Εάν, όμως, η ΕΕ αποτυγχάνει να συμφωνήσει στην άσκηση πολιτικής στο μόνο δυνητικό πεδίο επιλογών που έχει, την οικονομία, τότε γιατί στέκει ικανή;
Την ασφάλειά της την έχει εναποθέσει κατά τρόπο απόλυτο στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, αρνούμενη να αποκολληθεί από το μεταπολεμικό στερεότυπο, ενώ αδυνατεί να αρθρώσει ενιαία φωνή επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, εξαιτίας των διαφορετικών εθνικών προτεραιοτήτων που έχουν τα κράτη-μέλη της. Εάν, όμως, στέκουν όντως έτσι τα πράγματα για την ΕΕ, τότε τι απομένει;
Πώς φιλοδοξεί να εκληφθεί ως σοβαρός συνομιλητής από τρίτες χώρες, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τουρκία, στην περίπτωσή μας, όταν αδυνατεί να καταλήξει σε ενιαία πολιτική και επιβολή κυρώσεων έναντι μίας κρίσης που βρίσκεται κυριολεκτικά στην πίσω «αυλή» της;
Αντίστοιχα, η Ελλάδα κατά πόσον μπορεί να υπολογίζει στην υποτιθέμενη «κοινοτική αλληλεγγύη», όταν το κυριότερο από πλευράς οικονομικής ισχύος κράτος-μέλος, η Γερμανία, καραδοκεί ώστε να εξυπηρετήσει την κάθε επιθυμία της γείτονος, ακόμη κι αν αυτή αντίκειται στο διεθνές δίκαιο;
Τούτων όλων δοθέντων, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του ευρωπαϊκού μορφώματος;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.