Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η δωδεκάτη ώρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ενδεχομένως να βρίσκεται εξαιρετικά κοντά ή ακόμη και να έχει ήδη παρέλθει. Τις δε επιπτώσεις αυτού τις βιώνουμε ήδη, κατά τρόπο δραματικό.
Υπ’ αυτό το φως, οι αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση, δια του κλιματικού νόμου που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θα όφειλαν να είναι απολύτως θεάρεστες, αν και τούτο μέλλει να καταδειχθεί όταν δοθεί στη δημοσιότητα το σχετικό σχέδιο νόμου.
Αυτό που δεν είναι σαφές, ωστόσο, είναι κατά πόσον είμαστε έτοιμοι για αυτές τις αλλαγές.
Η πρόσφατη εμπειρία της ταχύτητας με την οποία επιχειρήθηκε η απολιγνιτοποίηση της χώρας και η οπισθοχώρηση από τη συγκεκριμένη πολιτική εκ μέρους της κυβέρνησης, μετά την κατακόρυφη άνοδο των ενεργειακών τιμών, απέδειξε την αξία τόσο της σταδιακότητας των όποιων αλλαγών κρίνονται σκόπιμες, όσο και ενός plan B σε περίπτωση που δεν έρθουν όλα κατ’ ευχήν.
Άρα, υπ’ αυτό το φως, ίσως να ήταν χρήσιμο να αναρωτηθούμε εγκαίρως, κατά πόσον «αντέχει» η ελληνική κοινωνία ή ακόμη και η οικονομία της χώρας τις ριζικές αλλαγές που προτείνονται, όπως π.χ. η σταδιακή αλλά πλήρης αντικατάσταση του στόλου ΙΧ και ελαφρών επαγγελματικών από το 2030, με την απαγόρευση πώλησης νέων οχημάτων που δεν πληρούν κριτήρια μηδενικών εκπομπών του θερμοκηπίου.
Αντίστοιχα, κατά πόσον είναι εφικτή η απαγόρευση από το 2023 της εγκατάστασης καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης, όπου υπάρχει επαρκές διαθέσιμο δίκτυο φυσικού αερίου, όταν σε μεγάλο τμήμα της χώρας και ακόμη και της Αττικής, δεν υφίσταται καν δίκτυο διανομής φυσικού αερίου ή -ακόμη στοιχειωδέστερα…- αποχέτευσης;
Φίλτατοι, ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Οι αλλαγές που προτείνονται, στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ευλόγως είναι απολύτως απαραίτητες. Δεδομένης, όμως, πρώτον, της ατολμίας (και των αιτίων της) που χαρακτήρισε τις τελικές αποφάσεις της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή COP26 και δεύτερον, της ανάγκης ασφαλούς και βιώσιμης μετάβασης από το ένα καθεστώς στο άλλο, οφείλουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα με περίσκεψη και στο μέτρο των δυνατοτήτων μας.
Για παράδειγμα, πριν τεθούν τόσο φιλόδοξοι στόχοι όπως η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ σε ποσοστό 70% στην τελική κατανάλωση ενέργειας έως το 2030, μήπως θα έπρεπε να αναλογιστούμε ως προς μία σειρά ζητημάτων τα οποία άπτονται των προβλημάτων αδειοδότησης, της ανάγκης ενίσχυσης των δικτύων, της απουσίας επαρκούς δυνατότητας αποθήκευσης ενέργειας, όπως βεβαίως και των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών στην εγκατάσταση, φερειπείν, ανεμογεννητριών; Διότι, μεταξύ άλλων, αυτοί είναι ορισμένοι εκ των λόγων -πέραν βεβαίως των όποιων συντεχνιακών της ΔΕΗ ή άλλων πελατειακού χαρακτήρα- για τους οποίους δεν προωθήθηκαν οι ΑΠΕ με ταχύτητα έως τώρα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί τα όσα παρέθεσε προς το Αθηναϊκό Πρακτορείο ο σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας, κλίματος, περιβάλλοντος και κυκλικής οικονομίας Γιώργος Κρεμλής να είναι απολύτως σωστά, κινδυνεύουν όμως να αποδειχθούν και προφητικά: «Ο κλιματικός νόμος που θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση είναι εξαιρετικά φιλόδοξος. Βάζει τον πήχη ψηλά, καθώς δεν μεταφέρει απλά στην εθνική νομοθεσία τους ευρωπαϊκούς στόχους αλλά τους συμπληρώνει, τους επικαιροποιεί και πολλές φορές τούς υπερβαίνει. Είναι ένα πολύ σύγχρονο νομοθέτημα, που δείχνει ότι η Ελλάδα πρωτοπορεί στα θέματα της κλιματικής αλλαγής».
Αρκεί, βεβαίως, να μπορέσει η χώρα να επωμιστεί και το… κόστος αυτής της πρωτοπορίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.