Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η αδυναμία της χθεσινής έκτακτης συνόδου των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ να βρουν κοινό τόπο για την αντιμετώπιση της κατακόρυφης αύξησης τιμών στον ενεργειακό τομέα, η οποία απειλεί με νέα δεινά νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, αντικατοπτρίζει μία αποτυχία συστημικού χαρακτήρα.
Αφορά στα θεμέλια της ΕΕ, η οποία, αν και ξεκίνησε το ταξίδι της το 1951 ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, σήμερα, 70 χρόνια μετά, αδυνατεί να συνεννοηθεί επί των σημείων εκείνων που είχαν αποτελέσει τότε την κοινή της αφετηρία.
Με την τιμή του φυσικού αερίου να έχει αναρριχηθεί στο “Dutch Title Transfer Facility”, που αποτελεί το ευρωπαϊκό “benchmark”, από τα 16 ευρώ στις αρχές Ιανουαρίου εφέτος, στα 88,7 ευρώ για τα προθεσμιακά συμβόλαια παράδοσης Νοεμβρίου 2021, νοικοκυριά και επιχειρήσεις στέκουν αντιμέτωπα με μία νέα κρίση ολκής, τη στιγμή κατά την οποία ευελπιστούσαν να εξέλθουν από αυτήν που προκάλεσε η πανδημία.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αδυναμία των υπουργών Ενέργειας των 27 να βρουν κοινό τόπο συνεννόησης αντικατοπτρίζει όχι μόνο μία συγκυριακή απουσία επικοινωνίας ή εντέλει την όποια πρόσκαιρη σύγκρουση συμφερόντων, αλλά μία σαφώς ευρύτερη διάσταση επιδιώξεων και στρατηγικής μεταξύ των κρατών-μελών της.
Όποιες κι αν είναι οι αιτίες για την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, καταδείχθηκαν στην πράξη και πέραν πάσης αμφιβολίας οι διαφορές που χωρίζουν το ευρωπαϊκό μπλοκ, σε ό,τι αφορά στο καθεστώς προμηθειών φυσικού αερίου, στην ανάγκη δημιουργίας ικανών αποθεμάτων και βεβαίως στον τρόπο χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ώστε να υπερβούν την παρούσα κρίση.
Η υπόθεση δεν αφορά μόνο στην πρόταση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη θέσπιση ενός ενιαίου τρόπου προμήθειας και την αντίδραση της αρμόδιας κοινοτικής επιτρόπου Kadri Simson ως προς αυτήν. Κυριότερα, αφορά στις διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές που ακολουθούν τα κράτη-μέλη ως προς τα ζητήματα ενεργειακής επάρκειας.
Η ταχύτητα με την οποία επιδιώκει να κάνει τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» η Ευρώπη, η διασφάλιση της ενεργειακής της επάρκειας στο μεσοδιάστημα αλλά και η εξασφάλιση όρων υγιούς ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά άπτονται ερωτημάτων, τα οποία δεν έχουν βρει ακόμη τις απαντήσεις τους.
Χαρακτηριστικότερο αυτών, ενδεχομένως, η υπόθεση του Nord Stream 2, δηλαδή του νέου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου, η έναρξη λειτουργίας του οποίου εμφανίζεται να προσκρούει σε «γραφειοκρατικά ζητήματα», αλλά επί της ουσίας αφορά στην περαιτέρω εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών. Από τη μία πλευρά της «συζήτησης», βρίσκεται, δε, η Γερμανία και από την άλλη, το μεγαλύτερο τμήμα της λοιπής Ευρώπης.
Ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο, το οποίο άπτεται της ανάγκης διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας διαφόρων ειδών ενέργειας, ούτως ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ολιγοπωλίων, βρίσκεται και η υπόθεση της Ανατολικής Μεσογείου, τόσο σε ό,τι αφορά στο φυσικό αέριο όσο και στην ηλεκτρική ενέργεια, μέσω των συμφωνιών που συνήψε η χώρα μας με την Αίγυπτο.
Όταν, όμως, ακόμη και τούτη την ύστατη ώρα, που το ενεργειακό κόστος έχει ήδη εκτοξευτεί, εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη -δικαίως ή αδίκως- ότι πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο και ότι πρέπει να εξεταστεί εάν όντως συμφέρουν οι κοινές προμήθειες, πριν καταλήξει η ΕΕ στη συγκεκριμένη λύση, τότε είναι σαφές ότι το πρόβλημα είναι βαθύ και δεν θα βρει σύντομα τη λύση του…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.