Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όπως στέκουν τα πράγματα σήμερα, έντεκα χρόνια μετά την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς μνημονίου, τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα εμφανίζονται να διαπραγματεύονται σε ιστορικά χαμηλά έναντι των αντίστοιχων γερμανικών. Ένα πράγμα, «we never had it so good» στο πεδίο των ομολόγων, όπως θα αναφωνούσε, ίσως, ο ελληνικός κάμπος.
Όπως μετέδωσε χθες το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το περιθώριο του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε κάτω από το «φράγμα» του 1% κατά τη διάρκεια των συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά, με την απόδοση του ελληνικού τίτλου να υποχωρεί έως το 0,79% έναντι -0,18% του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο, ωστόσο, το οποίο σημειώνεται εν μέσω μίας θάλασσας χρήματος, η οποία έχει κατακλύσει τη διεθνή αγορά, ελέω, αφενός, των -ανά την υφήλιο και βεβαίως την Ευρώπη- μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων και αφετέρου, του συνεχιζόμενων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους των κυριότερων πιστωτικών ιδρυμάτων παγκοσμίως.
Αντίστοιχα, σημειώνεται ενώ η Ελλάδα έχει διαβεί τουλάχιστον μία δεκαετία μεταρρυθμίσεων, εάν συνυπολογίσουμε και τον «χαμένο χρόνο» των καθυστερήσεων αλλά και ενόψει ενός κολοσσιαίου προγράμματος χρηματοδότησης όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον πρόεδρο του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου Παναγιώτη Κορλίρα, από το να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου ως προς τον… λογαριασμό όλης αυτής της κατάστασης, προειδοποιώντας, εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και για ενδεχόμενο νέας ρύθμισης του χρέους, προλογίζοντας την τελευταία έκθεση του Συμβουλίου.
Ήταν, δε, απολύτως σαφής ως προς τους λόγους: Η πανδημία μπορεί να επηρέασε ολόκληρο τον πλανήτη, όμως η Ελλάδα «... με την τόσο μεγάλη εξάρτηση από τον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, εστίαση και μεταφορές) είχε τις περισσότερες συνέπειες της αναστολής των σχετικών δραστηριοτήτων. Τα δίδυμα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και των εξωτερικών συναλλαγών εμφανίστηκαν πάλι, προκαλώντας προβληματισμό».
Αν και το 2021 θα είναι μία καλύτερη χρονιά, κατά τον κ. Κορλίρα, η «ελληνική οικονομία παραμένει... δέσμια των διαρθρωτικών προβλημάτων της: τη χαμηλή εξωστρέφεια, το μεγάλο επενδυτικό κενό και το βάρος ενός δημόσιου χρέους που, αν και εκτιμάται ως διαχειρίσιμο, δεν θα αργήσει η στιγμή που θα καταστεί αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την αποκλιμάκωσή του».
Όπως προσθέτει, «Το δίχτυ προστασίας που παρέχει η ΕΚΤ και η ρήτρα εξαίρεσης από τον κανόνα της δημοσιονομικής σταθερότητας κάποια στιγμή, πριν το τέλος του 2022, θα πάψουν να ισχύουν. Τότε θα μας έλθει ο λογαριασμός για το 2023».
Πόσο πιο σαφής να γίνει ο άνθρωπος; Μπορεί η λέξη «μεταρρύθμιση» -στον ενικό ή τον πληθυντικό- να είναι μία από τις κυριότερες του κυβερνητικού λεξιλογίου, όμως η παραπάνω διαπίστωση είναι απολύτως ξεκάθαρη: η ελληνική οικονομία παραμένει δέσμια των διαρθρωτικών της προβλημάτων.
Πρόκειται, δε, για μία διαπίστωση την οποία μοιράζονται πολλοί. Κυρίως όσοι κατόρθωσαν να παραμείνουν όρθιοι στην ελληνική αγορά. Δεν είναι όμως ξένη και για τμήμα της πάλαι ποτέ τρόικας και ειδικότερα το ΔΝΤ, που όπως επισημάναμε και στο χθεσινό σημείωμα, θεωρεί πως αν και δεν αποκλείεται να υπάρξει όντως ένας ενάρετος οικονομικός κύκλος στην Ελλάδα, ως απόρροια των επενδύσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, εντούτοις συντρέχουν κίνδυνοι... υλοποίησης.
Για αυτό και το ίδιο, όπως και ο κ. Κορλίρας, προτρέπει για την «... επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων…».
Με άλλα λόγια… «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα;».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.