Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν κλείσουμε τη χρηματοδοτική κάνουλα πολύ γρήγορα, κινδυνεύουμε με κύμα χρεοκοπιών. Εάν την κρατήσουμε ανοικτή για περισσότερο από ό,τι χρειάζεται, κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μία νέα γενιά εταιρειών-ζόμπι αλλά και να «πνιγούμε» σε κρατικό -και πιθανότατα μη βιώσιμο- χρέος.
Αυτό ήταν, κοντολογίς, το δίλημμα που έθεσε χθες η ΕΚΤ, με την εξαμηνιαία έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναφορικά με τη διάρκεια συνέχισης των μέτρων στήριξης της οικονομίας εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων αλλά και τους κινδύνους που συνδέονται με την πολιτική αυτή.
«Οι χώρες αντιμετωπίζουν μία ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ μίας πρόωρης προσαρμογής των μέτρων στήριξης, η οποία μπορεί να συμβάλει σε ένα κύμα εταιρικών χρεοκοπιών και στη διατήρηση των μέτρων στήριξης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας έτσι στη ζωή μη βιώσιμες εταιρείες», ανέφερε -από τη μία πλευρά- η ΕΚΤ.
Από την άλλη, όμως, τόνιζε ότι η συνεχιζόμενη ανάγκη για στήριξη του ιδιωτικού τομέα μπορεί να ενισχύσει τις ανησυχίες για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων ευρωπαϊκών εθνικών οικονομιών, δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πολύ πέρυσι.
Πρόκειται, όμως, για ένα δίλημμα που έχει ήδη απαντηθεί. Στη θεωρία αλλά και στην πράξη.
Για την ακρίβεια, την απάντηση έχει ήδη δώσει εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο ο προκάτοχος της θέσης στην οποία κάθεται σήμερα η φιλτάτη Κριστίν Λαγκάρντ, στην ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι, με άρθρο του στους Financial Times, με το οποίο προτείνει ευθέως τη διαγραφή ιδιωτικού χρέους ως απάντηση στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και ως μέσου για την επιβίωση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Στην πράξη, δε, έχει απαντηθεί από προγράμματα που ήδη «τρέχουν» στην Ελλάδα, όπως η Επιστρεπτέα Προκαταβολή, τμήματα της οποίας εμπεριέχουν και ένα σκέλος άφεσης χρέους, το οποίο πλέον δεν είναι… επιστρεπτέο. Αντιστοίχως, το πρόγραμμα Γέφυρα ΙΙ, όπως έχει ανακοινωθεί, προβλέπει ένα είδος συγχρηματοδότησης της οφειλής, εκ μέρους των εμπλεκόμενων μερών, συμπεριλαμβανομένης της επιχείρησης, του κράτους αλλά και των τραπεζών, που συμπεριλαμβάνει και «κούρεμα» μέρους της.
Εάν κάνουμε τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα, στην πράξη, το δίλημμα που θέτει η ΕΚΤ επί της ουσίας δεν υφίσταται καθώς η ανάγκη έχει οδηγήσει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, ακόμη και την ίδια την ΕΚΤ, να συναινέσουν τόσο επί της αρχής όσο και στην πράξη με την υπόθεση «κούρεμα» οφειλής, όπως προκύπτει από την έγκριση των δύο παραπάνω προγραμμάτων στην Ελλάδα και ιδίως του Γέφυρα ΙΙ. Ένα πρόγραμμα για το οποίο πέραν της ΕΚΤ έδωσε τη συναίνεσή της και -ο θεματοφύλακας όλων των κοινοτικών επιδοτήσεων- η Κομισιόν, μέσω της αρμόδιας για ζητήματα Ανταγωνισμού D.G. Comp.
Στην πραγματικότητα, το δίλημμα αφορά το σημείο στο οποίο θα πρέπει να «τραβηχτεί η γραμμή», αναφορικά με το είδος και το ποσοστό χρέους που θα πρέπει να κουρευτεί, εξαρτωμένων των περιστάσεων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, μετά την υπόθεση της κοινής έκδοσης χρέους στην Ευρώπη, η οποία έγινε πραγματικότητα τόσο μέσω του ESM όσο και μέσω του δανεισμού ο οποίος θα απαιτηθεί για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ακόμη ένας μεγάλος φόβος και ταμπού του ευρωπαϊκού Βορρά έχει ήδη πάρει σάρκα και οστά. Το κούρεμα χρέους.
Η πανδημία και οι δυνητικές οικονομικές της επιπτώσεις αποτέλεσαν την αφορμή να «κυλήσει το νερό και σε αυτό το αυλάκι». Μένει, πλέον, να παρακολουθήσουμε την πορεία του.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.