Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όσα διαδραματίστηκαν χθες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, τόσο έναντι της Τουρκίας όσο και σε σχέση με την Αλβανία, καταδεικνύουν -τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση- τα δύο πρόσωπα που μπορεί να λάβει η χώρα μας, δίκην Ιανού, στις σχέσεις της με τους γείτονές της.
Έναντι της Τουρκίας, με την οποία βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής από ένα θερμό επεισόδιο εξαιτίας των διαρκών προκλήσεων στις οποίες προχωρά κατά της χώρας μας, η Ελλάδα εμφανίστηκε να ζητά τόσο την επιβολή εμπάργκο όπλων όσο και την αναστολή της τελωνειακής της ένωσης με την ΕΕ.
Αντίθετα, έναντι της Αλβανίας, με την οποία επίσης υφίστανται διαφορές ως προς τον προσδιορισμό ΑΟΖ, η Ελλάδα θα ακολουθήσει αρχικά την οδό των διμερών διαπραγματεύσεων και στον βαθμό που αυτές δεν τελεσφορήσουν, συμφώνησε να παραπέμψει τη διαφορά στη Χάγη, όπου το ζήτημα μπορεί να κριθεί οριστικά, στο πλαίσιο της πολιτισμένης οδού που μπορούν να ακολουθήσουν δύο κράτη για την επίλυση των διαφορών τους.
Με άλλα λόγια, βάσει αυτής της πρώτης ανάγνωσης των χθεσινών εξελίξεων, καταδεικνύεται ότι η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει δια της οδού της διπλωματίας, τόσο την οδό της αντιπαράθεσης, όπως έπραξε στην περίπτωση της Τουρκίας, όσο και της συναίνεσης, όπως δείχνει η περίπτωση της Αλβανίας.
Έχουν, όμως, όντως έτσι τα πράγματα;
Η απόφαση της Ελλάδας να αποταθεί τόσο στον επίτροπο Διεύρυνσης της ΕΕ, με επιστολή της, υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία παραβιάζει τους όρους τελωνειακής ένωσης και να ζητήσει μέχρι και την εξέταση του ενδεχομένου αναστολής αυτής της ένωσης ως ένδειξης αποδοκιμασίας της τουρκικής πλευράς, όσο και το αίτημά της σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες να σταματήσουν τις εξαγωγές όπλων (Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία) μπορεί να αποδειχθεί στην καλύτερη περίπτωση μία κίνηση υψηλού ρίσκου ή ακόμη και μπούμερανγκ για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ποια θα είναι η στάση της χώρας μας σε περίπτωση που οι εταίροι της στην ΕΕ, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία, δεν ανταποκριθούν θετικά στο αίτημά της και συνεχίσουν να εξάγουν στρατιωτικό υλικό -κορυφαίας σημασίας στην περίπτωση της Γερμανίας (υποβρύχια)- προς την Τουρκία; Δεν θα συνιστά μία έμπρακτη στήριξη του καθεστώτος Ερντογάν μια τέτοια τροπή των πραγμάτων; Δεν θα ισοδυναμεί με ένα «πράσινο φως» για τη συνέχιση της τουρκικής προκλητικότητας;
Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι στιγμής η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο κατά τη Σύνοδο Κορυφής της 1ης Οκτωβρίου όσο και κατά την πλέον πρόσφατη της προηγούμενης εβδομάδας, ουσιαστικά αρνήθηκε να λάβει μέτρα ή κυρώσεις οποιουδήποτε είδους κατά της Τουρκίας, παραπέμποντας το όλο ζήτημα της καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου. Η στάση αυτή αναμφίβολα ενίσχυσε και τροφοδότησε το ήδη υπάρχον τουρκικό αίσθημα της ατιμωρησίας.
Πλέον, το ενδεχόμενο μίας νέας άρνησης εκ μέρους των εταίρων μας μόνο μεγεθυντικά θα μπορούσε να επιδράσει προς την ίδια κατεύθυνση.
Υπό αυτό το πρίσμα και στον βαθμό που δεν υπάρχει προσυνεννόηση με τους εταίρους μας, το «σκληρό» πρόσωπο που εμφανίστηκε να υιοθετεί η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, την ίδια ώρα που το ερευνητικό σκάφος της γείτονος «σουλατσάριζε» από τα 12 έως τα 8 ναυτικά μίλια ανοικτά του Καστελόριζου, ίσως καταλήξει σε κίνηση-μπούμερανγκ εναντίον της χώρας μας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτές οι κινήσεις αφορούν περισσότερο το πεδίο του εντυπωσιασμού παρά της ουσίας, η οποία θέλει τη χώρα μας να υφίσταται συνεχείς και ολοένα κλιμακούμενες προκλήσεις, δίχως πραγματική αντίδραση. Αυτή, όμως, είναι σαφώς μία άλλη συζήτηση.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.