Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από όποια οπτική κι αν προσεγγίσει κανείς όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου για το ζήτημα της ΑΟΖ, γεγονός παραμένει ότι σήμερα υφίσταται μία ισχυρή συμφωνία μεταξύ δυο κυρίαρχων κρατών για το συγκεκριμένο ζήτημα, στην βάση όσων ορίζει το διεθνές δίκαιο, ενώ πριν αυτή απλά απουσίαζε.
Όπως επίσης είναι γεγονός ότι η σύναψη αυτής της συμφωνίας εξουδετέρωσε όποιους ισχυρισμούς μπορούσε να αναπτύξει η Τουρκία επικαλούμενη το μνημόνιο που έχει υπογράψει με την κυβέρνηση Σάρατζ (εσχάτως διοίκηση της Τρίπολης, κατά τον ΥΠΕΞ).
Έχει βασίμως υποστηριχθεί, δε, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία είναι μόνον τμηματική, όμως εμπεριέχει προβλέψεις επέκτασής της στη βάση όσων συμφωνηθούν με τα λοιπά όμορα κράτη.
Με άλλα λόγια, αν και δεν είναι ό,τι καλύτερο, απαντά άμεσα στο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, με την επίκληση του οποίου επιχειρήθηκε πρόσφατα από την Τουρκία η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή και υπ’ αυτό το πρίσμα είναι απολύτως χρήσιμη και απαραίτητη.
Όσο χρήσιμη, όμως, κι αν είναι η ύπαρξή αυτής της συμφωνίας, δεν αναιρεί, ούτε κατ’ ελάχιστον, την ανάγκη επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία σε ό,τι αφορά στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Παρά τους πρόσφατους λεονταρισμούς της περί άμεσης διακοπής διαλόγου με την Ελλάδα και επανέναρξης των σεισμικών ερευνών εκ μέρους της, η Άγκυρα γνωρίζει ότι κάποια στιγμή πρέπει να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου για την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος κατά τρόπο που να συνάδει στο διεθνές δίκαιο. Όπως αντίστοιχα, το γνωρίζει και η Ελλάδα. Το ζήτημα είναι εάν αυτός ο διάλογος μπορεί να προηγηθεί ή θα έπεται μίας ενδεχόμενης σύρραξης μεταξύ των δυο πλευρών.
Τούτων δοθέντων, η πρόσκληση διαλόγου που απηύθυνε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την συζήτηση της συγκεκριμένης ελληνο-τουρκικής διαφοράς και σε περίπτωση ασυμφωνίας για την παραπομπή του ζητήματος στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης οφείλει όχι μόνον να παραμείνει ισχυρή, υπό τις παρούσες αρνητικές περιστάσεις αλλά να καταστεί κυρίαρχη προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Καλώς ή κακώς, ο γείτονας δεν αλλάζει. Επί δεκαετίες η Ελλάδα προσδοκά την “κατάλληλη στιγμή”, από πλευράς πολιτικής συγκυρίας, στρατιωτικών ή και γεωπολιτικών ισορροπιών ώστε να προχωρήσει σε έναν παραγωγικό διάλογο με τη γείτονα και αυτή δεν... έρχεται.
Αντίθετα, έχουμε οδηγηθεί επανειλημμένως στο “παρά πέντε” μίας στρατιωτικής αντιπαράθεσης, η οποία αποφεύχθηκε στις περισσότερες των περιπτώσεων χάρις σε έξωθεν παρεμβάσεις. Είναι δε βέβαιον, ότι ενόσω δεν επιλύεται κατά τρόπο θεσμικό, - εάν η απευθείας επίλυση είναι αδύνατη, τότε μέσω Χάγης – αυτό το ζήτημα, είναι μόνον θέμα χρόνου μια πιθανή σύγκρουση.
Η Ελλάδα έχει καταστήσει σαφές ότι δεν είναι διατεθειμένη να συζητήσει οτιδήποτε πέραν της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και έχει συνάμα καταδείξει ότι είναι διατεθειμένη να υπερασπιστεί στο έπακρον την κυριαρχία της και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Αντίστοιχα, έχει αποδείξει έμπρακτα ό,τι μεριμνά για την τήρηση των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου. Με αυτά τα εχέγγυα οφείλει να προσεγγίσει την γείτονα για την επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς.
Εάν η Τουρκία επιλέξει την οδό του διαλόγου ανοίγει ο δρόμος για την επίλυση μίας διαφοράς δεκαετιών και την επικράτηση ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Εάν όχι, η Ελλάδα, είναι βέβαιον, θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.