Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Κατά πόσον η Ελλάδα έφθασε όντως ένα βήμα πριν από τον πόλεμο με την Τουρκία τον Μάρτιο του 1987 είναι κάτι που έχει ήδη κρίνει -και θα συνεχίσει, βεβαίως, να κρίνει- η ιστορία, στη βάση των ντοκουμέντων που έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Όποια κι αν είναι η απάντηση, όμως, σε αυτό το ερώτημα, γεγονός παραμένει ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν, ούτως ώστε να καταδείξει πως ήταν αποφασισμένη να πάει σε πόλεμο για την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Ο στόλος ήταν στο Αιγαίο σε θέσεις μάχης, ο ελληνικός στρατός είχε κινητοποιηθεί, οι άδειες των ενστόλων είχαν ανακληθεί, έφεδροι είχαν κληθεί στα όπλα, τα στρατιωτικά νοσοκομεία ετοίμαζαν τα χειρουργεία τους και η Πολεμική Αεροπορία ήταν σε κατάσταση συναγερμού.
Τα κατάλληλα μηνύματα, δε, είχαν σταλεί, τόσο προς την τουρκική πλευρά όσο και προς το ΝΑΤΟ και την τότε ΕΟΚ αλλά και προς τους Αμερικανούς, με το κλείσιμο της βάσης της Νέας Μάκρης.
Το έτερο μήνυμα, δε, που είχε καταστήσει σαφές τότε η Ελλάδα, πέραν της αποφασιστικότητάς της να προασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αφορούσε στη βούλησή της να παραπέμψει τις όποιες διαφορές της με την Τουρκία και συγκεκριμένα το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας προς επίλυση στη Χάγη.
«Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας καλεί την Κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας να αποδεχθεί όπως, με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας παραπεμφθεί με το συμβατικό κι εθιμικό Διεθνές Δίκαιο», είχε δηλώσει προς τον τότε Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα, Ναζμί Ακιμάν, ο αείμνηστος πλέον Γιάννης Καψής, από τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών.
Οι παρούσες συνθήκες, με τη NAVTEX που εξέδωσε η Τουρκία για έρευνες ΝΑ της Κρήτης, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, προσομοιάζουν με εκείνες που συνέτρεχαν προ 33 ετών, μόνον σε ό,τι αφορά στην τουρκική προκλητικότητα και στο γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ των δύο κρατών αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα παραμένει. Για την ακρίβεια, έχει διευρυνθεί και με το σκέλος της ΑΟΖ, δεδομένου ότι η Συνθήκη του Montego Bay (Δίκαιο της Θάλασσας) τέθηκε σε ισχύ το 1994.
Τα οικονομικά δεδομένα των δύο κρατών έχουν μεταβληθεί, όπως και τα στρατιωτικά ή ακόμη και τα πληθυσμιακά. Η Τουρκία του σήμερα, όπως βεβαίως και η Ελλάδα, δεν είναι εκείνες που ήσαν το 1987. Εντελώς διαφορετικό, δε, είναι το πολιτικό πλαίσιο που υφίσταται σήμερα στα δύο κράτη.
Όποια κι αν είναι η απάντηση, όμως, σχετικά με όσα διαδραματίστηκαν το 1987, γεγονός παραμένει ότι η Τουρκία τότε έκανε ένα βήμα πίσω. Έκτοτε, έχει αναθεωρήσει αυτή τη στάση της, τουλάχιστον δύο φορές, με αντίστοιχες NAVTEX στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ενώ προχωρά σε ακόμη μία κίνηση αυτού του είδους.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ίσως, είναι απολύτως χρήσιμο να θυμηθούμε τους λόγους για τους οποίους αποτράπηκε, τότε, η σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών και το πλαίσιο των ενεργειών που είχαν οδηγήσει σε εκείνο το αποτέλεσμα.
Δίχως αμφιβολία, χρήσιμα ιστορικά παραδείγματα υπάρχουν πολλά, τα οποία καταδεικνύουν την κατεύθυνση που μπορούν να λάβουν τα πράγματα, εάν η αποφασιστικότητα απουσιάζει και εάν κυριαρχεί η ατολμία.
Δεν είναι βέβαιον ότι η Ελλάδα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη να κατέλθει σε πόλεμο το 1987, όμως, είναι απολύτως σαφές πως με την «πρόβα» της έπεισε ότι είναι αποφασισμένη να το πράξει.
Αντίστοιχα, δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τη βούλησή της να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές της με τη γείτονα, στη Χάγη.
Σήμερα, κατά πόσον πληρούμε αμφότερες αυτές τις προϋποθέσεις, για την αποφυγή των... χειρότερων;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.