Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε μία ευνομούμενη δημοκρατία, εξ ορισμού, ο καθείς δικαιούται να τρέφει τις όποιες απόψεις. Επίσης, εξ ορισμού, κάθε άποψη, από όπου κι αν προέρχεται, φέρει το δικό της «ειδικό βάρος».
Αντιμετωπίζονται, ωστόσο, υπό ένα ιδιαίτερο πρίσμα οι απόψεις εκείνες που προέρχονται είτε από χείλη προσώπων με θεσμική ιδιότητα είτε από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και κατάρτισης, όπως φερειπείν οι πανεπιστημιακοί.
Ο κ. Χρήστος Ροζάκης πληροί αμφότερους αυτούς τους ρόλους. Είναι επιφανής νομικός, έχει διδάξει διεθνές δίκαιο σε πανεπιστημιακό επίπεδο (Πάντειο και ΕΚΠΑ), έχει διατελέσει υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη, υπήρξε αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και -κυριότερα, για τη συζήτησή μας- πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, οσάκις διατυπώνει μία θέση επί εθνικών ζητημάτων, υπάρχει μία σαφής σημειολογία, την οποία ουδείς μπορεί να υπερβεί ελαφρά τη καρδία.
Έτσι, λοιπόν, όταν δηλώνει δημοσίως (Κρήτη TV) ότι έναντι της Τουρκίας «... έχουμε αναπτύξει μια μαξιμαλιστική θέση ή μια σειρά μαξιμαλιστικών θέσεων» ή ότι «... το Καστελόριζο είναι απομακρυσμένο από τη Ρόδο αλλά είναι κοντά στις ακτές τις τουρκικές», πέραν όλων των άλλων, παραβιάζει τους πλέον στοιχειώδεις κανόνες οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης. Υπαναχωρεί από την ισχύουσα θέση, και δη δίχως να έχει λάβει οτιδήποτε ως αντάλλαγμα. Ένα έντιμο “quid pro quo”, για παράδειγμα, που θα έλεγαν σε άλλες εποχές...
Σύμφωνα με τον κ. Ροζάκη, «ένα κράτος ξεκινάει πάντα μια διαπραγμάτευση με μαξιμαλισμούς και από κει και πέρα υποχωρεί σε δεύτερες θέσεις». Ενδεχομένως, θα απαντήσουμε από αυτό το βήμα. Το να το διατυμπανίζεις, όμως, σε τι ακριβώς ωφελεί; Τι μας προσφέρει να «διαφημίσουμε» αυτή την τακτική, εάν όντως την έχουμε υιοθετήσει;
Κύκλοι του υπουργείου των Εξωτερικών, απαντώντας σε ερωτήματα του Euro2day.gr, σημείωναν χθες κατηγορηματικά ότι «ο κ. Ροζάκης εξέφρασε τις προσωπικές του απόψεις». Επεσήμαιναν, δε, ότι το Επιστημονικό Συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει επί μακρύ χρονικό διάστημα και ότι επίκεινται αλλαγές στο οργανόγραμμα του ΥΠΕΞ, με σχέδιο νόμου που έχει ήδη δρομολογηθεί.
Παρά ταύτα, τα δεδομένα όπως και η σημειολογία που τα περιβάλλει, παραμένουν ακέραια σήμερα.
Σε μία διαπραγμάτευση η οποία ουδέποτε ξεκίνησε επισήμως -πέραν των λοιπών θέσεων που υιοθετεί, περί «απομονωμένου Καστελλόριζου» και «μήκους τουρκικής ακτογραμμής» -πρόσωπο με θεσμική ιδιότητα εμφανίζεται να χαρακτηρίζει ως «μαξιμαλιστική» την ελληνική εθνική θέση και να προαναγγέλλει εγκατάλειψή της και υπαναχώρηση σε… «δεύτερες θέσεις», με εκτιμώμενο στόχο την επίτευξη συμβιβασμού.
Ίσως, δε, να εξελιχθούν όντως έτσι τα πράγματα. Τι εξυπηρετεί, ωστόσο, η προαναγγελία τους; Την καλλιέργεια κλίματος εγχωρίως; Προς ποια κατεύθυνση; Εκείνην της εθνικής υποχώρησης;
Εντέλει, ακόμη κι αν το διεθνές δίκαιο, το οποίο κατά τον κ. Ροζάκη «... είναι η μόνη μας ασπίδα απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα αλλά δεν μας προστατεύει πάντα…», ας δώσουμε την όποια μάχη μπορούμε, στο πλαίσιό του, πριν κηρύξουμε υποχώρηση…
Ούτως ή άλλως, η όποια αξία της πολιτικής του κατευνασμού έχει καταδειχθεί ιστορικά. Όπως είπε στις 5 Οκτωβρίου του 1938 μία ψυχή στην Βουλή των Κοινοτήτων, απευθυνόμενη προς κυβέρνηση η οποία εκτιμούσε πως έχει διαφύγει τον κίνδυνο του πολέμου, «ουδέποτε υπήρχε κίνδυνος σύρραξης, εάν η μία πλευρά σκόπευε να υποχωρήσει εντελώς».
Τα πράγματα, βεβαίως, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.