Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Πριν από περίπου 40 χρόνια, κατά την έναρξη της πρώτης θητείας ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση της χώρας, το τότε πρωτόλειο κέντρο εξουσίας, ενθαρρυμένο από τη μόλις προ έτους ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ αλλά μη γνωρίζοντας πρόσωπα, πράγματα και διαδικασίες, φέρεται να διεκδίκησε κοινοτικούς πόρους από τις Βρυξέλλες, για κάποιους εισέτι αδιευκρίνιστους λόγους, με ένα απλό τηλεγράφημα του τύπου: «τόσα θέλουμε, κ.λπ. Ευχαριστούμε πολύ!»).
Δεν είναι σαφές εάν παρετίθετο αιτιολογία ή εάν οι αποδέκτες ήσαν οι κατάλληλοι. Το συγκεκριμένο χρηματικό αίτημα, πάντως, ουδέποτε ικανοποιήθηκε.
Έκτοτε, όπως μας θύμισε χθες ο ΣΕΒ, κύλησαν 4 δεκαετίες και κεφάλαια που αντιστοιχούν σε περίπου ένα ελληνικό ΑΕΠ (μετά κρίσης), ύψους 160 δισ. ευρώ, εισέρρευσαν στην ελληνική οικονομία μέσω των διαφόρων κοινοτικών πακέτων, υπό μανδύες αντίστοιχους εκείνου του σημερινού ΕΣΠΑ.
Παρά ταύτα, το συγκριτικό όφελος της ελληνικής οικονομίας έναντι άλλων ομοειδών, όπως της Πορτογαλίας, ήταν πολύ μικρότερο. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι ελληνικές ΜμΕ εξακολουθούν να έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της ΕΕ και δημιουργούν σήμερα 30% λιγότερη προστιθέμενη αξία σε σχέση με το 2008, όταν στην Πορτογαλία δημιουργούν 18% περισσότερη.
Τα αίτια αυτής της εικόνας είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η Αθήνα ουδέποτε έπαψε να θεωρεί τις Βρυξέλλες ως την… αγελάδα που προσφέρεται για άρμεγμα, αν και -πάλι- ουδέποτε κατόρθωσε να την αρμέξει πλήρως, αφήνοντας πάντα ανεκμετάλλευτα κονδύλια από το κάθε «πακέτο».
Οι χρήσεις, δε, αυτών των χρημάτων, εκ του αποτελέσματος, δεν ήσαν πάντα οι προσήκουσες. Η κύρια φιλοσοφία του «μοιράσματος» ήταν στην καλύτερη περίπτωση πλήρης εκλογικών και πελατειακών σκοπιμοτήτων, καθώς κύριο γνώρισμά της ήταν η μεγιστοποίηση της διασποράς των εκάστοτε κεφαλαίων, αντί της επικέντρωσής τους στον έναν ή τον άλλο τομέα.
Αν και η συγκεκριμένη ιστορία είναι μακρά, πλέον, υπό το φως του περίφημου κοινοτικού Ταμείου Ανάκαμψης και των σημαντικών πόρων που θα το συνοδεύουν για τη χώρα μας, επιχειρείται να τεθεί ένα τέλος σε πρακτικές του παρελθόντος, που τόσο ζημίωσαν την ελληνική οικονομία (ή εν πάση περιπτώσει, δεν τη βοήθησαν κατά τον προσήκοντα βαθμό).
Το γεγονός, δε, ότι αυτής της προσπάθειας πρωτοστατεί ο κυριότερος εκ των παραγωγικών και εργοδοτικών φορέων της χώρας, ο ΣΕΒ, έχει προφανή συμβολισμό και ειδική σημασία.
Στο επίκεντρο της όλης προσπάθειας επιχειρείται, για πρώτη φορά, να τεθεί ο ακρογωνιαίος λίθος της ελεύθερης οικονομίας: το υγιές οικονομικό κίνητρο αντί των λεγομένων «επιλέξιμων δαπανών», όπως ήταν η έως τώρα πρακτική.
Για την ακρίβεια, το πλέγμα διαδικασιών που προτείνει ο ΣΕΒ (περιορισμένες προκαταβολές, επιδοτούμενος δανεισμός, επιστρεπτέες προκαταβολές, σταδιακή αποδέσμευση, φορολογικές επιστροφές, κ.α.) οδηγεί στην επιβράβευση του αποτελέσματος.
Αίρει, έτσι, αγκυλώσεις που είτε κρατούσαν την επιχειρηματική κοινότητα δέσμια των όποιων επιχορηγήσεων επρόκειτο να λάβει, χρόνια αφού είχε κάνει με ίδια ή δανειακά κεφάλαια την όποια επένδυση, είτε διοχέτευαν κεφάλαια αφειδώς και δίχως έλεγχο προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις…
Όπως κι αν έχει, επιχειρείται να τεθεί ένας φραγμός στη σπατάλη πολύτιμων πόρων. Διότι όταν οι δαπανώμενοι πόροι δεν προσφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, τότε σαφώς αφορούν σπατάλη.
Ίσως, δε, αυτή η επιχειρούμενη αλλαγή έρχεται στην απολύτως κατάλληλη στιγμή, ενόψει των συζητήσεων που γίνονται για το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και της διαγνωσμένης ανάγκης αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.