Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το ατυχές δεν είναι μόνον ότι ζούμε σε μία χώρα στην οποία υφίσταται υπερφορολόγηση ή ακόμη και ότι αυτή θα συνεχιστεί ελέω των ειδικών δημοσιονομικών συνθηκών που επιβάλλει η πανδημία της Covid-19, καθώς μεταθέτει για το μέλλον τις όποιες μειώσεις φόρων προγραμμάτιζε η κυβέρνηση.
Κυριότερα, το ατυχές της υπόθεσης που ακούει στο όνομα «Ελλάδα» είναι ότι με τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος και κατανάλωσης που διαθέτει, καθώς και τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, επί της ουσίας... πυροβολεί τα πόδια της.
Πρώτον, διότι μειώνει έτσι την όποια αναπτυξιακή δυναμική θα μπορούσε να εμφανίσει και δεύτερον, διότι εντείνει ένα καίριο πρόβλημά της: το δημογραφικό. Αμφότεροι αυτοί οι λόγοι, δε, -αναχαίτιση της ανάπτυξης και ένταση του δημογραφικού προβλήματος- επιδρούν αρνητικά στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, δημιουργώντας έναν αέναα ζημιογόνο φαύλο κύκλο.
Όπως κατέδειξε συγκριτική έκθεση φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, που δημοσίευσε το Tax Foundation και παρουσίασε στη χώρα μας το ΚΕΦίΜ, η Ελλάδα εμφανίζει όχι μόνον υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας (φόροι εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και φόροι κατανάλωσης, όπως ο ΦΠΑ) μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (40,8% έναντι 36% του μέσου όρου ΟΟΣΑ) αλλά τη δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά, ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, στο 37,8%, με πρώτη την Ιταλία, στο 39,2%.
Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,8% για εργαζόμενους και 37,8% για εργαζόμενους με οικογένειες με δύο παιδιά.
Ακριβώς εκεί, δηλαδή, που θα όφειλε να στηρίξει, επιβαρύνει. Εκεί όπου θα ανέμενε κανείς ελαφρύνσεις και απαλλαγές δίκην κινήτρων για μεγαλύτερες οικογένειες, εντοπίζεται βαριά -η δεύτερη βαρύτερη στον ΟΟΣΑ, μετά την Ιταλία- φορολογία.
Υπό αυτό το πρίσμα, όμως, κυριολεκτικά πυροβολούμε τα πόδια μας. Όχι μόνο διότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας ψαλιδίζει την ανάπτυξη, διατηρεί υψηλή την ανεργία και χαμηλό το επίπεδο των μισθών, όπως σημειώνει το Tax Foundation, όσο κυριότερα διότι επηρεάζει αρνητικά ακόμη δύο σημαντικά προβλήματα. Το δημογραφικό αλλά και τη λεγόμενη «φυγή εγκεφάλων», ελληνιστί... brain drain.
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ Αλέξανδρος Σκούρας, «… η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας σε συνδυασμό με την προοδευτικότητά της αυξάνει ιδιαίτερα τους φορολογικούς συντελεστές στα υψηλά εισοδήματα, συμβάλλοντας σε σημαντικό βαθμό στη φυγή από τη χώρα εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού και διευθυντικών στελεχών».
Μόνον ως ένα εφιαλτικό σενάριο νοσηρού νου, ο οποίος απεργάζεται τα χειρότερα για τη χώρα μας, θα μπορούσε να εκληφθεί αυτή η εικόνα. Με την υψηλή φορολογία της εργασίας, όχι μόνο μειώνουμε την όποια δυνατότητα ανάκαμψης έχουμε αλλά επιδεινώνουμε το δημογραφικό και εξοστρακίζουμε μεγάλο μέρος του πλέον (οικονομικά) υποσχόμενου δυναμικού διαθέτει η χώρα.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών, δε, σημειώνεται η παρούσα υγειονομική και -κατά προέκταση- οικονομική κρίση, οδηγώντας στις… ελληνικές καλένδες τις όποιες φορολογικές ελαφρύνσεις σχεδίαζε η κυβέρνηση, πλην εκείνων για τη στήριξη του τουρισμού και της εστίασης, οι οποίες θα έχουν αρχική περίοδο ισχύος το τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 2020.
Έτσι, όμως, δεν πρόκειται να πάμε πολύ... μακριά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.