Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Επιστροφή στην «κανονικότητα» φαίνεται ότι έχουμε, όταν και όποτε μας βολεύει σε αυτό τον τόπο.
Από τη μία πλευρά, έχουμε -δικαίως- γιορτές και πανηγύρια για τη ραγδαία αποκλιμάκωση των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται το ελληνικό Δημόσιο από τις διεθνείς αγορές.
Από την άλλη, όταν έρχεται η ώρα -αυτό το ίδιο Δημόσιο- να «δανείσει» ή εντέλει να κάνει «δόσεις» προς τους φορολογούμενους για την αποπληρωμή των οφειλών που αυτοί έχουν απέναντί του, τότε τα επιτόκια τραβούν τον ίδιο ανήφορο που ακολουθούσαν και στα χρόνια της κρίσης.
Ο λόγος για τη νέα πάγια ρύθμιση των 24άρων δόσεων, που θεσπίζεται μέσω του φορολογικού νομοσχεδίου το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή (σε υποκατάσταση εκείνης των 12 δόσεων που ίσχυε έως τώρα) καθώς και της νέας 48άρας ρύθμισης (έναντι της παλαιάς 24άρας), η οποία παρέχεται μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως φόρο κληρονομιών κ.α.
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο σχέδιο νόμου, για ρυθμίσεις οφειλών σε έως 12 μήνες, «ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%) ετησίως υπολογιζόμενο».
Παράλληλα, «για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο της ανωτέρω περίπτωσης α’, με βάση το οποίο υπολογίζεται ο τόκος, προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%)».
Σύμφωνα με το τελευταίο σχετικό δελτίο της TτE (3/9/2019) για τον μήνα Μάιο, αυτό το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο διαμορφωνόταν σε 4,66%, για τον Ιούνιο σε 4,52% και για τον Ιούλιο σε 4,57%. Ως αποτέλεσμα, για τις ρυθμίσεις σε έως 12 δόσεις το επιτόκιο διαμορφώνεται σε 4,82% ενώ για εκείνες άνω των 12 δόσεων (24άρα-48άρα) σε 6,32%.
Όλα αυτά, δε, την ίδια ώρα που το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται για διάρκειες έως 12 μήνες με μηδενικά επιτόκια και για διάστημα πενταετίας, με επιτόκια της τάξης του 0,66% ή και χαμηλότερα.
Ακόμη κι αν προσμετρήσουμε το «κίνητρο» διατήρησης της ρύθμισης που προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο, με την επιστροφή του 25% των τόκων σε περίπτωση ολοσχερούς αποπληρωμής της ρυθμισμένης οφειλής, δεν παύει να ξενίζει -στην καλύτερη των περιπτώσεων- η επιβάρυνση των φορολογουμένων με τόσο υψηλά επιτόκια, σε ένα περιβάλλον μειούμενων, κατά τα λοιπά, επιτοκίων.
Η επίκληση του μέσου ετήσιου επιτοκίου δανείων σε ευρώ ως στοιχείου αναφοράς για την επιβολή του επιτοκίου των ρυθμίσεων είναι εντελώς αδόκιμη. Οι τράπεζες δανείζονται για να δανείσουν και βγάζουν λεφτά από αυτή τη δραστηριότητα.
Αντίθετα, το ελληνικό Δημόσιο συλλέγει φόρους που το ίδιο επιβάλλει στους φορολογουμένους, εφαρμόζοντας μάλιστα τακτικές υπερφορολόγησης. Γιατί πρέπει επιπρόσθετα να τους «ξεζουμίζει», επιβάλλοντας τόσο υψηλά επιτόκια, όταν το ίδιο δανείζεται πολύ φθηνότερα;
Εάν το ελληνικό δημόσιο είχε έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό και αναγκαζόταν να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τα λειτουργικά του ελλείμματα, τότε ίσως αποκτούσε κάποια λογική αυτή η -αναίτια υπό τις σημερινές συνθήκες- επιβολή «τσουχτερών» επιτοκίων. Όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση, υπό το φως των «υπερπλεονασμάτων» που παράγει ο προϋπολογισμός.
Εντέλει, το γεγονός ότι τα ποσοστά διατήρησης των ρυθμίσεων οφειλών διαμορφώνονται σε τόσο χαμηλά επίπεδα δεν ξενίζει κανέναν στο οικονομικό επιτελείο; Όσο το «σκέπτονται» δε, ας μας πουν εάν αυτές οι ρυθμίσεις χορηγούνται για τη διευκόλυνση της αποπληρωμής των οφειλών των φορολογουμένων ή ως ακόμη ένα εισπρακτικό μέτρο…
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό και ζητά απάντηση. Ιδίως όταν το Δημόσιο δανείζεται με σχεδόν μηδενικά επιτόκια ενώ «δανείζει» με επιτόκια άνω του 6,3%...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.