Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο ή ακόμη και επιθυμητό από την παρούσα κυβέρνηση, όμως «πίτα ολάκερη και σκύλο χορτάτο» δεν είναι δυνατόν να έχουμε… πάντα.
Όσο «βολική» κι αν υπήρξε -παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες περί επιζήμιου αποτελέσματος- η σύναψη της Συμφωνίας των Πρεσπών επί των ημερών της προηγουμένης κυβερνήσεως, άλλο τόσο «άβολη» εμφανίζεται να είναι η τροπή που λαμβάνει η υπόθεση της ένταξης της Β. Μακεδονίας στην ΕΕ.
Εάν το βέτο του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Εμ. Μακρόν αποτέλεσε σαφή υπαναχώρηση εκ των δεσμεύσεων -πολιτικού χαρακτήρα- που είχε αναλάβει η ΕΕ για την έναρξη της διαδικασίας ένταξης της Αλβανίας και της Β. Μακεδονίας -και ως εκ τούτου ένα ευρωπαϊκό λάθος ολκής-, για το εγχώριο πολιτικό προσκήνιο αποτελεί σημείο ενώπιον του οποίου άπαντες τίθενται προ των ευθυνών τους. Και ιδίως οι κρατούντες τα ηνία της εξουσίας.
Η αδυναμία εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, κατά τρόπο σχεδόν αυτοματοποιημένο, καθώς τμήματά της συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία ένταξης της γείτονος στην ΕΕ (άνοιγμα - κλείσιμο κεφαλαίων κ.λπ.), επαναφέρει στο προσκήνιο -ως ανεπίλυτο- ένα ζήτημα το οποίο θεωρούνταν έως τώρα λυμένο, μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων.
Για την ακρίβεια, μολονότι υπήρξε συνταγματική αναθεώρηση για την αλλαγή του ονόματος της γείτονος σε Β. Μακεδονία, η εναγώνια προειδοποίηση Ζ. Ζάεφ, χθες, περί αδυναμίας εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, τουλάχιστον εν μέρει, εκθέτει την Ελλάδα και δημιουργεί πιέσεις προς την κυβέρνηση -τόσο εσωκομματικές όσο και εκ δεξιών της- για τη λήψη απαντητικών μέτρων.
Κι ακόμη κι αν οι οχλήσεις του κ. Κυρ. Βελόπουλου, της Ελληνικής Λύσης, μπορούν να θεωρηθούν έως και αμελητέες, οι αντίστοιχες εσωκομματικές, όπως αυτές ήδη διατυπώνονται στη βάση της ΝΔ, στη Β. Ελλάδα ή αλλού, ασφαλώς δεν είναι.
Υπό αυτό το πρίσμα και επειδή στο «ταμπελάκι» που βρίσκεται μπροστά από τη θέση που καταλαμβάνει ο εκάστοτε εκπρόσωπος της χώρας μας στα διεθνή φόρα αναγράφεται η ονομασία «Ελλάδα», η παρούσα κυβέρνηση θα όφειλε να τιμήσει την υπογραφή που έθεσε η προηγούμενη στη Συμφωνία των Πρεσπών και να διεκδικήσει την εφαρμογή της σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η φίλη και σύμμαχος Γαλλία μπορεί να ερίζει με τη Γερμανία αναφορικά με το μέγεθος ή το εύρος εξουσιών του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή να στέλνει μηνύματα στην εγχώρια πολιτική σκηνή της, αρνούμενη να συναινέσει στην έναρξη της διαδικασίας ένταξης των δύο βαλκανικών κρατών, όμως η χώρα μας οφείλει να μη μείνει με «σταυρωμένα τα χέρια», έναντι όλων αυτών.
Τυχόν επικράτηση εθνικιστικών δυνάμεων στη γείτονα, κατά τις πρόωρες εκλογές που προκηρύχθηκαν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευρύτερη αναταραχή ή ακόμη και ανακατατάξεις σε ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Κυριότερα, όμως, ο «αποκλεισμός» από την οικογένεια της ΕΕ δύο κρατών με τα οποία συνορεύει η Ελλάδα θα καθυστερήσει καταλυτικά τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό τους, αναβιώνοντας προβληματισμούς και σφαίρες επιρροής που προϋπήρχαν της Συμφωνίας των Πρεσπών και είχαν τεθεί στο περιθώριο χάριν αυτής.
Έτσι, λοιπόν, όσο «άβολη» κι αν είναι για την παρούσα κυβέρνηση η προάσπιση μίας συμφωνίας την οποία η ίδια έχει χαρακτηρίσει ως «επιζήμια», είναι συνάμα και αναγκαία.
Όπως αντίστοιχα αναγκαία είναι η επίδειξη πνεύματος υποστήριξης και συναίνεσης προς την κατεύθυνση αυτή εκ μέρους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, για όλους τους παραπάνω λόγους αλλά και επειδή η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε δικό της «τέκνο».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.