Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά ο στόχος μένει

Εκτός από τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, οι προϋπολογισμοί των προηγούμενων ετών είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, ανεξαρτήτως της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτό συνεχίζει να υφίσταται, όπως και οι λόγοι που το δημιουργούν.

Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά ο στόχος μένει

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Εάν υπάρχει ένας ενιαίος ρυθμός στον οποίο υπακούει το σύνολο των προϋπολογισμών των τελευταίων ετών, αυτός αφορά στον διακαή πόθο του εκάστοτε οικονομικού επιτελείου να πατάξει τη φοροδιαφυγή.

Πρόκειται για έναν πόθο εισέτι ανεκπλήρωτο.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού που μόλις κατατέθηκε στη Βουλή, μεταξύ άλλων, προβλέπει επιπλέον έσοδα ύψους 784 εκατ. ευρώ το 2020, από δύο μέτρα.

Αφενός, από τη δραστική αύξηση του ορίου πληρωμών με πλαστικό χρήμα για την «κατοχύρωση» του αφορολογήτου στο 30% του δηλωθέντος εισοδήματος και αφετέρου, από την επέκταση του συστήματος των αντικειμενικών αξιών και σε περιοχές εκτός σχεδίου, ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση επί της οποίας επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ.

Τα μέτρα αυτά αποτελούν τμήμα του δημοσιονομικού ισοδύναμου ύψους 1,231 δισ. ευρώ, το οποίο επιστρατεύεται έναντι της υλοποίησης των πρωθυπουργικών εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ, ώστε να προκύψει πρωτογενές πλεόνασμα 3,56%, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των εταίρων και δανειστών της.

Με άλλα λόγια, τα δύο παραπάνω μέτρα αφορούν, πρώτον, στην προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής και δεύτερον, στην επικράτηση όρων δικαιοσύνης κατά την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, αν και τούτο αναμένεται να καταστεί διαυγέστερο με την κατάθεση και του φορολογικού νομοσχεδίου.

Δημιουργούνται, όμως, και κίνδυνοι. Τόσο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού όσο και για την τσέπη των φορολογουμένων.

Πρώτον, η αντικατάσταση του κλιμακωτού κτισίματος του αφορολόγητου (10% των δαπανών τους για ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ, 15% για εισόδημα από 10.001-30.000 ευρώ και 20% για εισόδημα από 30.001 και πάνω) με το ενιαίο κατώφλι του 30%, ενώ συνεχίζουν να μην προσμετρώνται οι καταβολές για βεβαιωμένες οφειλές στην εφορία ή για την αποπληρωμή δανείων, μπορεί να οδηγήσει όσα νοικοκυριά έχουν υψηλές δαπάνες σε αυτούς τους δύο τομείς σε αδιέξοδο.

Αντίθετα, επαγγελματικές τάξεις στις οποίες εντοπίστηκαν κατά το παρελθόν  «υψηλές επιδόσεις» σε πρακτικές φοροδιαφυγής και οι οποίες δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα θα μπορούν να καλύπτουν ευχερώς το απαιτούμενο ποσοστό του 30%, απολαμβάνοντας στην πραγματικότητα σημαντικά υψηλότερα εισοδήματα.

Για παράδειγμα, ένας ελεύθερος επαγγελματίας που δηλώνει 9.500 ευρώ ετήσιο εισόδημα, θα υποχρεούται να καλύπτει ηλεκτρονικά δαπάνες ύψους 2.850 ευρώ, ενώ έχει πραγματικά έσοδα φερειπείν… 30.000 ευρώ.

Δεύτερον, σε περίπτωση που το μέτρο δεν αποδώσει τα «συμπεφωνημένα» ως προς τη μείωση της φοροδιαφυγής, κινδυνεύει η εκτέλεση του προϋπολογισμού και η επίτευξη του στόχου εξασφάλισης πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 3,5%.

Πρόκειται, δε, για έναν ορατό κίνδυνο υπό το φως της αστοχίας του συνόλου των προηγούμενων μέτρων που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.

Κίνδυνος, δε, συντρέχει και σε ό,τι αφορά στον -μάλλον φιλόδοξο- στόχο του 2,8% που έχει τεθεί για την οικονομική μεγέθυνση του 2020 και ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, αν και τούτο αφορά μία άλλη… συζήτηση.

Επί του προκειμένου, δίχως αμφιβολία, όπως επισημαίνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, «η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι αποδεδειγμένα το πιο αποτελεσματικό μέτρο….» στην κατεύθυνση της πάταξης του φαινομένου αυτού.

Αυτή η επισήμανση, όμως, αφορά τη μισή αλήθεια.

Η άλλη μισή αφορά στο γεγονός ότι η φοροδιαφυγή εξακολούθησε να θριαμβεύει παρά την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, κατά τη διάρκεια ισχύος των κεφαλαιακών περιορισμών αλλά και στο ότι ένα σημαντικό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας εξακολουθεί να κινείται στο πεδίο της παραοικονομίας.

Οι ακόμη υψηλοί φορολογικοί συντελεστές (παρά τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 9%) άμεσης και έμμεσης φορολογίας συνεχίζουν να αποτελούν κίνητρο προς φοροδιαφυγή, πρακτική που φυσικά διευκολύνουν οι -ακόμη εκτενείς- συναλλαγές σε μετρητά.

Αποτελεί δε σχήμα οξύμωρο το γεγονός ότι «έπεσε» πρόσφατα στο τραπέζι διαλόγου με τους θεσμούς -για να απορριφθεί ταχύτατα όπως επιβεβαίωσε η στήλη- πρόταση θέσπισης μίας νέας «περαίωσης» για την παροχή φορολογικής αμνηστίας σε προηγούμενες χρήσεις, ως εισπρακτικό «αντίμετρο» για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού.

Μέτρα ακριβώς όπως αυτά έκτισαν κατά την προ μνημονιακή περίοδο την κουλτούρα της φοροδιαφυγής, που ακόμη ταλαιπωρεί τη χώρα μας.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v