Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το δίκαιο του ισχυροτέρου αποτελεί την οδό επί της οποίας κινείται, από πολλού χρόνου τώρα, η τουρκική εξωτερική πολιτική.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά το άκαρπο ή ατελέσφορο των έως τώρα υποθαλάσσιων ερευνών της, η Τουρκία βρίσκεται σε ευθεία παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας της Κύπρου, στο όνομα των δικών της διεκδικήσεων και εκείνων του ψευδοκράτους των κατεχομένων.
Με αντίστοιχες τακτικές, δε, απειλεί και στο Αιγαίο, διεκδικώντας τη δική της «γαλάζια πατρίδα».
Από τη χθεσινή συνάντηση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το μόνο που μπορεί να λεχθεί με ασφάλεια, μέχρι στιγμής, είναι ότι τουλάχιστον οι δυο πλευρές συνομιλούν.
Ενόσω αυτός ο διάλογος διαρκεί, η προσδοκία αντιμετώπισης των τουρκικών διεκδικήσεων κατά τρόπο ομαλό δύναται να παραμείνει υπαρκτή. Κατά πόσον θα αποδειχθεί και βάσιμη είναι μία εντελώς διαφορετική υπόθεση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα οφείλει να είναι σε θέση να συνομιλήσει με τους γείτονές της στη μόνη γλώσσα την οποία πραγματικά αντιλαμβάνονται: αυτήν της ισχύος.
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, τόσο επί διακυβέρνησης Τσίπρα όσο και Μητσοτάκη, οι σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ διανύουν μία εκ των καλυτέρων περιόδων τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Τόσο σε ό,τι αφορά στην εξυπηρέτηση εγχώριων ζητημάτων, όπως οι πολυποίκιλες στρατιωτικές διευκολύνσεις που προσφέρει η χώρα μας, από την Αλεξανδρούπολη έως τη Λάρισα και την Κρήτη, όσο και θεμάτων εξωτερικής πολιτικής.
Στη Βαλκανική και τη Μεσόγειο, δε, η Ελλάδα αναδεικνύεται όντως ως νηφάλιος πόλος σταθερότητας και σταθερός σύμμαχος των ΗΠΑ.
Η μακροημέρευση, όμως, αυτής της σχέσης θα όφειλε να απαιτεί και ανταλλάγματα στρατηγικού χαρακτήρα. Η αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα δεν αρκεί. Η χώρα μας, υπό το φως τόσο των απειλών που αντιμετωπίζει όσο και του ρόλου που διαδραματίζει, πρέπει να τύχει εκ νέου αμερικανικής συνδρομής.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ θα προτιμούσαν ραγδαία βελτίωση των σχέσεών τους με την Τουρκία, εξαιτίας του γεωστρατηγικού ρόλου αυτής της χώρας. Είναι αντίστοιχα σαφές, όμως, ότι επί του παρόντος, αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι ισχυρό.
Τον γεωστρατηγικό ρόλο της γείτονος, εξ ορισμού, η χώρα μας αδυνατεί να υποκαταστήσει. Αναδεικνύεται, όμως, ως η βέλτιστη «εναλλακτική» στην ευρύτερη περιοχή.
Για αυτόν της τον ρόλο, όμως, οφείλει να εισπράξει ανταλλάγματα. Εκ των πλεονασμάτων των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, διαμέσου της μεταφοράς τεχνογνωσίας ή με οποιονδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, η χώρα μας πρέπει να ισχυροποιήσει και τη δική της αποτρεπτική ικανότητα.
Η συνεργασία σε στρατιωτικό επίπεδο ήδη υφίσταται και η περαιτέρω ισχυροποίησή της, διαμέσου της απευθείας ενίσχυσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, θα αποτελούσε τη φυσική συνέχειά της.
Δεν αρκεί μόνον η εξυπηρέτηση των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Απαιτείται το ίδιο και για τις προτεραιότητες της χώρας μας και η διαφύλαξη της εθνικής της κυριαρχίας αποτελεί την υψίστη μεταξύ αυτών.
Λάθη του παρελθόντος, με την υποβάθμιση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας, σε συνδυασμό με την τρέχουσα οικονομική καχεξία, αδυνατούν να προσφέρουν στην Ελλάδα την προσήκουσα, υπό τις περιστάσεις, στρατιωτική ισχύ.
Μπορούμε, όμως, να διεκδικήσουμε ανταλλάγματα από τους συμμάχους μας, έναντι των υπηρεσιών που ήδη προσφέρουμε.
Διαφορετικά, ποιο το νόημα;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.