Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από το εξαγωγικό εμπόριο έως την ποσοτική χαλάρωση και οποιαδήποτε συναλλαγή με το εξωτερικό, βρίσκουμε καθημερινά μπροστά μας το ίδιο ζήτημα. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, δε, ούτε έκπληξη προκαλεί ούτε απορία.
Ο δρόμος για την ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της χώρας, παρά τα θετικά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια, ήταν και παραμένει μακρύς.
Προσωπικός φίλος, ενασχολούμενος με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, μου εξιστορούσε πρόσφατα την κατάσταση όπως τη βιώνει καθημερινά: «Στην πρώτη συναλλαγή με τον συγκεκριμένο πελάτη, στη Γερμανία, μου ζήτησε να τοποθετηθεί το εμπόρευμα στο τρένο και μόνον τότε μου έστειλε την πληρωμή. Στη δεύτερη, δέχθηκε να μου στείλει τα χρήματα νωρίτερα, αλλά μόνο κατά μία ημέρα…».
Ακριβώς σε αυτόν τον άξονα ήσαν και όσα μας είπε πρόσφατα ο φίλτατος Μ. Ντράγκι, αναφορικά με το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης: Συνεχίστε τις μεταρρυθμίσεις και τις επιτυχείς αξιολογήσεις στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας και αποκτήστε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Τότε και μόνον τότε θα ανοίξουν οι πύλες του QE και για την Ελλάδα…
Το εφετινό καλοκαίρι η Moody’s και η Fitch απέφυγαν να αναβαθμίσουν το ελληνικό αξιόχρεο, ενώ λίγο νωρίτερα, τον Μάιο, το ίδιο είχε πράξει και η Standard & Poor’s, η οποία αναμένεται να ασχοληθεί εκ νέου με τη χώρα τον Οκτώβριο.
Όποια κι αν είναι ωστόσο η εκτίμησή της, η Ελλάδα δεν αναμένεται να επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα άμεσα. Η επιφυλακτικότητα που συνεχίζουν να επιδεικνύουν οι οίκοι αξιολόγησης έναντί της μπορεί να σχετίζεται με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της, όμως αφορά και στο πλήγμα που έχει δεχθεί η αξιοπιστία της χώρας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της ευρωζώνης η οποία εντάχθηκε σε καθεστώς μνημονίου και η τελευταία που βγήκε από αυτό, όπως και η συνεχής «αμφιθυμία» της στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει έναντι εταίρων και δανειστών, φθάνοντας έως το χείλος της εξόδου από την ευρωζώνη, τραυμάτισαν καταλυτικά το επίπεδο αξιοπιστίας της διεθνώς.
Μολονότι η χώρα ολοκλήρωσε τελικώς το τρίτο μνημόνιο το οποίο συνήψε με τους εταίρους και δανειστές της και συνεχίζει να εκπληρώνει τις μεταμνημονιακές της δεσμεύσεις, βιώνοντας μάλιστα ιστορικά χαμηλά επίπεδα αποδόσεων στα ομόλογά της, συνεχίζει να υφίσταται τα επίχειρα παλαιότερων επιλογών της.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσοι προτρέπουν την παρούσα κυβέρνηση να διεκδικήσει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από τον στόχο του 3,5% έναντι του οποίου έχει δεσμευτεί η χώρα έως και το 2022, υπονομεύουν την όποια αξιοπιστία έχει ανακτήσει η χώρα έναντι των εταίρων και δανειστών της.
Προφανώς χαμηλότεροι στόχοι θα παρείχαν μία ευχερέστερη ευκαιρία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και -επίσης προφανώς- οι παρούσες συνθήκες χαμηλών επιτοκίων ευνοούν την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και άρα την επαναδιαπραγμάτευση αυτών των στόχων.
Θέτουν εν κινδύνω, όμως, το επίπεδο της αξιοπιστίας της χώρας.
Εάν αξίζει τον κόπο να «κρατήσουμε» κάτι εξ όσων εξιστόρησε πρόσφατα ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου ο Μάριο Ντράγκι, Διοικητής της ΕΚΤ, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Γ. Κύρτσου, είναι η φράση «το βασικό είναι να διατηρηθεί η αξιοπιστία που χαίρει η Ελλάδα σήμερα».
Κάναμε τόσο κόπο και τόσες θυσίες. Ας μην τα χαραμίσουμε, πριν φθάσουμε στην «πηγή».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.