Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ο αγώνας που άρχισε χθες για δεκάδες χιλιάδες μαθητές στην πατρίδα μας, όπως κάθε χρόνο, είναι ένας διπλός αγώνας. Δεν αφορά μόνο την κατάκτηση των εφετινών εκπαιδευτικών τους στόχων, αλλά κυριότερα τη δυνατότητα των οικογενειών τους να επωμιστούν το οικονομικό κόστος αυτού του εγχειρήματος.
Στον απόηχο των ετών της κρίσης και της εσωτερικής υποτίμησης που τη συνόδευσε, η όλη εξίσωση έχει γίνει, δε, ακόμη πιο δύσκολη.
Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ, που είδε το φως της δημοσιότητας εφέτος υπό τον τίτλο «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης», ως αποτέλεσμα των περικοπών στον τομέα της Παιδείας, το 2016 η συνολική δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 2003, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και ως ποσοστό των συνολικών δαπανών της γενικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, «την περίοδο 2010-2016 το δημόσιο μείωσε τις δαπάνες του κατά 22,7% για τη δευτεροβάθμια και 14,1% για την τριτοβάθμια, έναντι 2,4% για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση».
Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρέθηκε στην προτελευταία θέση της ΕΕ στη συνολική δαπάνη εκπαίδευσης ως ποσοστού της συνολικής δημόσιας δαπάνης Γενικής Κυβέρνησης.
Πρόκειται, δε, για διπλό πλήγμα υπό το φως της μετακίνησης μαθητών που παρατηρήθηκε κατά τα χρόνια της κρίσης, από την ιδιωτική στη δημόσια Παιδεία.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, «η επίπτωση της κρίσης στην ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από τη δημόσια δαπάνη καθώς μειώθηκε από 3,3 δισ. ευρώ το 2009 σε 2,1 δισ. ευρώ το 2016», υπό το φως και αυτής της μετακίνησης. Όλα αυτά, δε, ενώ συνεχίζει να μην καταγράφεται το ποσοστό της ιδιωτικής δαπάνης που αφορά στην «παραπαιδεία» ή τα «φροντιστηριακά μαθήματα» κατ’ οίκον, όπου -κατά κανόνα- ανθεί η φοροδιαφυγή.
Πρόκειται για χρήματα τα οποία καταβάλλονται από τις ελληνικές οικογένειες, είτε τα παιδιά τους φοιτούν σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά σχολεία, μετά τους φόρους που έχουν ήδη πληρώσει για την εξασφάλιση της λεγόμενης «δωρεάν παιδείας».
Υπό το φως όλων αυτών, για ποια «δωρεάν παιδεία» μπορούμε να κάνουμε λόγο στη χώρα μας;
Τι είδους ανταποδοτικότητα έχουν οι -ήδη υπέρογκοι- φόροι που καταβάλλει ο κάθε συνεπής φορολογούμενος, όταν είναι -κατά κανόνα- αναγκασμένος να βάλει ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για τη μόρφωση των παιδιών του;
Έτσι λοιπόν οι διαβεβαιώσεις που έδωσαν χθες τόσο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, περί στήριξης του δημόσιου σχολείου και της δημόσιας εκπαίδευσης, όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, ότι «όραμά μας είναι η πρόσβαση όλων σε μια σύγχρονη και ποιοτική δημόσια εκπαίδευση», ελάχιστα απαλύνουν το φορτίο που έχει επωμιστεί η κάθε ελληνική οικογένεια.
Σε μία εποχή κατά την οποία η βελτίωση του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου θα όφειλε να είναι -ούτως ή άλλως- ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, ώστε η χώρα μας να μπορέσει να παρακολουθήσει το τρένο των εξελίξεων, αυτή η ανάγκη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, δεδομένων των περικοπών που υπήρξαν στην εκπαιδευτική δαπάνη τα προηγούμενα χρόνια.
Αυτό το χαμένο έδαφος πρέπει να καλυφθεί άμεσα και με κάθε τρόπο. Εντέλει, εάν δεν επενδύσουμε στην Παιδεία, τι μέλλον μπορεί να έχει αυτός ο τόπος;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.