Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τυχόν αποκλεισμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας -τάση που ενισχύεται ολοένα και περισσότερο το τελευταίο διάστημα, μετά την πρόσφατη «πρόταση» της Ευρωβουλής προς αυτή την κατεύθυνση- θα συνιστούσε μία εσφαλμένη κίνηση, η οποία ουδέν θετικό θα προσέφερε στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη της που γειτνιάζουν με αυτή τη χώρα.
Αντίθετα, θα μπορούσε να οδηγήσει την Τουρκία πλησιέστερα προς τις δυνάμεις που αντιστρατεύονται τις κυριότερες ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, οδηγώντας σε μεγαλύτερη πόλωση την ευρύτερη περιοχή.
Υπό το πρίσμα αυτό, το αίτημα αναστολής των ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία που διετύπωσε χθες ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων (ALDE) στην Ευρωβουλή Γκι Φερχόφστατ αλλά και οι αντίστοιχες υποσχέσεις του υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ, ότι θα τερματίσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, εφόσον καταλάβει τη θέση του προέδρου της Κομισιόν, συνιστούν ένα στρατηγικό λάθος εκ μέρους ορισμένων εκ των κυριότερων πολιτικών εκπροσώπων της ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης.
Πρόκειται για ένα λάθος, δε, το οποίο εδράζεται σε λαϊκιστικά ελατήρια, καθώς στοχεύει να διασκεδάσει ένα ολοένα αυξανόμενο συντηρητικό κοινό στη Β. Ευρώπη και να αντισταθμίσει την άνοδο ακροδεξιών σχηματισμών, ενόψει των ευρωεκλογών του Μαΐου.
Ακόμη κι αν η στρατηγική αυτή στοχεύει στην εξώθηση της Τουρκίας προς μία δημοκρατική στροφή, πραγματοποιείται με λάθος τρόπο καθώς καλλιεργεί μία αντιτουρκική κουλτούρα στην Ευρώπη και συνάμα αποξενώνει τους Τούρκους πολίτες από τα ευρωπαϊκά ιδεώδη.
Πρόκειται, δε, για ακόμη ένα λάθος εκ μέρους του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού έναντι της Τουρκίας, μετά την ελλειμματική αντιμετώπιση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Προφανώς ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας πρέπει να παραμείνει κλειστός, ενόσω αυτή η χώρα δεν ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά ελάχιστα, στις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ και συνεχίζει να αγνοεί επιδεικτικά το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε ό,τι αφορά στην Κύπρο.
Ο τερματισμός, όμως, της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος δεν θα κατόρθωνε τίποτε περισσότερο από το να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να ακολουθεί αυτή την πολιτική καθώς θα εκμηδένιζε οποιοδήποτε δυνητικό όφελος αλλαγής πορείας για την ίδια.
Η παρουσία της Τουρκίας στην ΕΕ συνιστά -κατά τρόπο εντελώς παράδοξο αλλά εντελώς συμβατό με τις παραδόσεις της Ανατολής- ένα «αναγκαίο κακό», τόσο για την ίδια την ΕΕ όσο και για τη χώρα μας.
Αυτό το γεγονός αγνοήθηκε πλήρως από τη δεκαετία του 2000 και εντεύθεν εκ μέρους του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού, το οποίο δεν εκμεταλλεύτηκε κατά τον προσήκοντα τρόπο τη στάση του καθεστώτος Ερντογάν την περίοδο εκείνη και τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού που κατέβαλε η Τουρκία.
Όσο προσχηματικές ή ελλειμματικές κι αν εμφανίζονταν αυτές οι προσπάθειες, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο για την περαιτέρω εδραίωσή τους στην τουρκική καθημερινότητα και τη σταδιακά μετάλλαξη αυτού του κράτους.
Τώρα, η όλη σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας εμφανίζει μία νέα επιδείνωση, στη βάση τόσο της κραυγαλέας κατάρρευσης του κράτους δικαίου στη γείτονα όσο και της ενίσχυσης λαϊκιστικών και ακροδεξιών τάσεων στην ΕΕ.
Πρόκειται, δίχως αμφιβολία, για μία αρνητική εξέλιξη για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Ιδίως, δε, για τη χώρα μας, η οποία θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά από την ύπαρξη μίας γείτονος στα ανατολικά σύνορά μας, η οποία θα σεβόταν το κοινοτικό κεκτημένο και το διεθνές δίκαιο…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.