Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Ακόμη και σε ημέρες άκρατης πολιτικής όξυνσης, όπως αυτές που διανύουμε, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμόμαστε ότι δεν είναι όλα «άσπρο ή μαύρο» σε αυτόν τον τόπο κι ότι το «γκρίζο» έχει ορισμένες φορές τη θέση του και τον ρόλο του.
Με άλλα λόγια, αν και η πόλωση και η ένταση αποτελούν ασφαλή συνταγή κομματικής συσπείρωσης -και υπό αυτή την έννοια είναι δύσκολο να τις αποφύγουμε σε μία οιονεί προεκλογική περίοδο όπως η παρούσα-, οφείλουμε να μην επιτρέψουμε τη μετάλλαξή τους σε βωμό του αυτονόητου και της λογικής.
Εκείνης της λογικής η οποία επικράτησε το καλοκαίρι του 2015 και επέτρεψε -παρά τις ακραία οξείες στιγμές που συνόδευσαν το τότε δημοψήφισμα- στις κυριότερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου να υπερψηφίσουν από κοινού στη Βουλή το Γ' μνημόνιο, χάριν της σωτηρίας του τόπου.
Έκτοτε, με προφανή τον καταμερισμό ευθυνών, επικράτησε η πόλωση και οι λογικές «αυτοί και εμείς», με κύρια ευθύνη και πάλι της ίδιας πλευράς, που ευλόγως δεν έμεινε αναπάντητη από την άλλη.
Οδηγηθήκαμε έτσι, όμως, σε ένα εξαιρετικά αυταρχικό και σαφώς αντιδημοκρατικό παιχνίδι, στο οποίο «εάν δεν είσαι με εμάς, είσαι με τους άλλους» και μάλιστα φέρεις και την ταμπέλα είτε του ακροδεξιού είτε του ακραία ιδεοληπτικού αριστερού.
Πρόκειται, συχνά, για μία φενάκη.
Δίχως να απεμπολούμε το δικαίωμα εντοπισμού τέτοιων περιπτώσεων, οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ του κανόνα και της εξαίρεσής του.
Όπως σημείωσε χθες σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ο φίλτατος κ. Γ. Μαυρωτάς (συνεπής Ποταμίσιος), «όταν κάνεις κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν σημαίνει ότι είσαι ΝΔ και όταν κάνεις κριτική στη ΝΔ, δεν σημαίνει ότι είσαι ΣΥΡΙΖΑ». Συνόδευσε, δε, τη σχετική ανάρτησή του με το επιμύθιο: «Ξεκολλήστε λίγο από το "ή με εμάς ή εναντίον μας"»...
Δεν έχει άδικο. Ιδίως, εάν υιοθετήσουμε αυτό το πρίσμα, για να δούμε όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα στη Βουλή, επ’ αφορμή της υπόθεσης των Πρεσπών και των πολιτικών επιπτώσεων που αυτή δημιούργησε.
Το θεμελιώδες και Συνταγματικά ρητό βουλευτικό δικαίωμα της ψήφου κατά συνείδηση ισοπεδώθηκε από την κομματική πειθαρχία, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση τουλάχιστον δύο κοινοβουλευτικών ομάδων και σε αναταράξεις ορισμένες από τις υπόλοιπες.
Ίσως το να λες «ναι» και «όχι» χωρίς κομματικές παρωπίδες να είναι μία αντίληψη ξένη για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, όμως, εντέλει, βρίσκεται στα θεμέλια της Δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού.
Η φιλτάτη κα Τ. Μέι υπέστη κολοσσιαία κοινοβουλευτική ήττα κατά την ψηφοφορία επί της Συμφωνίας περί Brexit, την οποία καταψήφισαν δεκάδες βουλευτές του ίδιου του κόμματός της.
Επιβίωσε, όμως, τόσο αυτής της ψηφοφορίας όσο και εκείνης που αφορούσε στην ψήφο για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης της Βουλής.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, οδηγηθήκαμε στη θεωρία της «γκαζόζας» αλλά και των γραπτών δηλώσεων «ναι σε όλα εκ των προτέρων», ακόμη και από βουλευτές της αντιπολίτευσης, αγγίζοντας τα όρια της ιλαροτραγωδίας και του παραλογισμού.
Ως αποτέλεσμα, ωστόσο, στέκουμε αδύναμοι να παράσχουμε την εικόνα πολιτικής σταθερότητας που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος, ώστε να προσελκύσει ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Ακόμη κι αν υπάρξει πολιτική αλλαγή, που όλα δείχνουν ότι προς τα εκεί βαίνουμε, τι κληροδοτεί αυτή η κατάσταση στον «επόμενο» και πόσο μπορεί να εξυπηρετήσει το αφήγημά του περί εξάλειψης του λεγομένου «κινδύνου χώρας»;
Μήπως, κάποτε, θα άξιζε τον κόπο να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε σε αυτόν τον τόπο;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.