Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Προεκλογική περίοδος είναι, έστω άτυπη και… πολλά λέγονται.
Όμως ορισμένα εξ’ όσων είπε χθες ο φίλτατος κ. Μ. Βέμπερ, επικεφαλής της Κ.Ο. του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και υποψήφιος για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε με τον πρόεδρο της ΝΔ, Κ. Μητσοτάκη, μπέρδεψαν το αυτονόητο με το αδιανόητο.
Αν και ο φίλτατος Βέμπερ αποδέχθηκε ότι «κανείς δεν πρέπει να αφήνει το σπίτι του ή τη χώρα του για οικονομικούς λόγους» αποδεχόμενος έτσι τη μειωμένη αναπτυξιακή δυνατότητα της Ελλάδας εξαιτίας και των δεσμεύσεών της έναντι των εταίρων και δανειστών της σχετικά με την εμφάνιση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, το «παράθυρο» που άφησε σχετικά με την αναθεώρησή τους αφορούσε… αλλαγή κυβέρνησης.
«Για το μέλλον θα πρέπει να δούμε αν έχουμε μια κυβέρνηση στην Ελλάδα που ανοίγει νέα πεδία για την ανάπτυξη. Αν θα ήταν μια άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Αλλά στην παρούσα φάση πρέπει να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον», είπε ο κ.Βεμπερ, απαντώντας σε ερωτήματα περί του ενδεχομένου αναθεώρησης του επιπέδου των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Με άλλα λόγια, τι μας είπε ο φίλτατος; Μόνο με τους άλλους μπορούμε να συζητήσουμε για αναθεώρηση των στόχων και πάλι μόνον υπό την προϋπόθεση ότι και αυτοί θα δώσουν νέα ώθηση στην ανάπτυξη. Οι τωρινοί δεν μας κάνουν και για αυτό «θα πρέπει να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον».
Την ίδια ώρα, δηλαδή, που ο εκπρόσωπος μίας εκ των κυριοτέρων πολιτικών παρατάξεων του ευρωκοινοβουλίου και υποψήφιος για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν παραδέχεται ότι οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις εναποθέτουν ένα δυσβάσταχτο φορτίο στους ώμους της χώρας, δηλώνει ότι μπορεί να συζητήσει την αναθεώρησή τους μόνον εάν αναδειχθεί μία διαφορετική πολιτική δύναμη στην εξουσία από εκείνη που κυβερνά σήμερα.
Όταν η διατύπωση, δε, αυτής της έμμεσης παραδοχής συνοδεύεται και από πολιτικές προϋποθέσεις περί της ταυτότητας της κυβέρνησης που θα αναδειχθεί από την κάλπη των επόμενων εθνικών εκλογών, τότε συνιστά, στην ηπιότερη των περιπτώσεων, παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας.
Ομοϊδεάτες, θα πείτε, ίσως, είναι οι Μητσοτάκης και Βέμπερ, πού το περίεργο ή το μεμπτό να του κάνει ολίγον «σερβίς» ενόψει των εκλογών, εθνικών τε και ευρωεκλογών.
Σύμφωνοι. Αλλά να τηρούμε και τα προσχήματα, φίλτατοι.
Οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων τέθηκαν από τους εταίρους και δανειστές μας για λόγους που αυτοί έκριναν –και αφορούσαν κατά πάσα βεβαιότητα και τον βαθμό αξιοπιστίας της παρούσας κυβέρνησης- και ήταν σαφές ευθύς εξαρχής ότι θα αποτελούσαν ανάχωμα στην όποια αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας.
Το να ανοίγεις «παράθυρο» για την αναθεώρησή τους, μόνον υπό την προϋπόθεση πολιτικής αλλαγής και μόνον εάν έχει ήδη επιταχυνθεί η αναπτυξιακή διαδικασία, ελάχιστα απέχει από αυτό που συχνά αποκαλείται ως πολιτικός αμοραλισμός.
Όχι ότι εκλείπει, βέβαια, αυτή η αρετή και από την ελληνική πολιτική σκηνή…
Όπως και να έχει αυτή η υπόθεση, ας κρατήσουμε μόνον ότι ήδη η υπόθεση ενδεχόμενης αναθεώρησης των στόχων περί πρωτογενών πλεονασμάτων κερδίζει έδαφος μεταξύ των εταίρων και δανειστών μας ακόμη και εάν τελεί υπό την αίρεση επιτάχυνσης της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας.
Το μάλλον ρητορικό ερώτημα που τίθεται, όμως, είναι: «εάν οποιαδήποτε κυβέρνηση προωθούσε τις μεταρρυθμίσεις και επιτάχυνε την ανάπτυξη στην Ελλάδα, τότε δεν θα έπρεπε να μειωθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα;».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.