Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Σε μία χώρα η οποία αρνείται πεισματικά να επουλώσει τα τραύματα που της άφησε ο εμφύλιος -εδώ και 70 χρόνια- και αναγάγει τον διχασμό σε όχημα πολιτικής επιβίωσης, είναι προφανώς μάταιο να μιλά κανείς για συναίνεση ή ομοψυχία.
Όταν ο πολιτικός διάλογος εξαντλείται στο «αυτοί και εμείς» και στις ανταλλαγές υποσχέσεων για ειδικά δικαστήρια, η υπόθεση ίσως είναι απλώς απέλπιδα.
Έτσι, όμως, θα πορευτούμε στην «επόμενη ημέρα»; Έτσι θα μας εμπιστευτούν και θα επενδύσουν στον τόπο μας; Έτσι θα κτιστούν νέα «μαγαζιά» και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;
Μολονότι είναι απολύτως σαφές ότι η υπέρβαση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα απαιτεί πανεθνική προσπάθεια και βεβαίως ομοθυμία επί ενός σχεδίου δράσης εκ μέρους του πολιτικού της κόσμου -τώρα κατά τη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή»-, οι κυριότεροι εκπρόσωποί του συντηρούν ή και καλλιεργούν την ένταση, με στόχο το εκλογικό όφελος.
Πρόκειται, όμως, για ένα αδιέξοδο. Για μία φενάκη, η οποία, επί της ουσίας, ουδέναν εξυπηρετεί και μακροπρόθεσμα ζημιώνει τους πάντες.
Ζημιώνει τις νέες γενιές, που μεγαλώνουν με πρότυπα αντιπαράθεσης ή ακόμη και ανοχής στη βία, όπως ζημιώνει και τις ζωές των υπολοίπων και συνολικά αφαιρεί την αίσθηση σταθερότητας που έχει τόσο ανάγκη ο τόπος, ώστε να μπορέσει να πορευτεί εκτός κρίσης.
Η πολιτική αλλαγή που δρομολογείται στη χώρα μας μέσω των επόμενων εθνικών εκλογών, όποτε κι αν στηθεί η κάλπη τους, οφείλει, άρα, να μην αφορά μόνο στην αλλαγή «παντιέρας» και «χρώματος» αλλά να αποτυπώνει μία ευρύτερη συναίνεση, η οποία θα σταθεί ικανή να εξυπηρετήσει τον στόχο της εθνικής ανόρθωσης.
Προεκλογικά ή μετεκλογικά, οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες ενστερνίζονται αυτή την ανάγκη οφείλουν να συμπαραταχθούν, αν όχι εφ’ όλης της ύλης, τότε τουλάχιστον επί εκείνων των βασικών σημείων, τα οποία θα θεωρηθούν ως ικανά ώστε να οδηγήσουν τον τόπο μας στην απέναντι όχθη.
Να τον οδηγήσουν, πρώτα από όλα, στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης με ευρεία πλειοψηφία και άρα πολιτική νομιμοποίηση και στη συνέχεια -διαμέσου των συμπληγάδων που προβάλλουν την επόμενη διετία, υπό το φως της ήδη νομοθετημένης αλλαγής του εκλογικού συστήματος όσο και των αυξημένων πλειοψηφιών που απαιτούνται για την ανάδειξη του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, σε κάποιου είδους κανονικότητα.
Αποτελεί καθήκον, δε, των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες αντιλαμβάνονται την ανάγκη αυτής της συναίνεσης, να την αποτυπώσουν στη ρητορική τους και στο μήνυμα που εκπέμπουν στην ελληνική κοινωνία.
Στη διάρκεια των μνημονιακών ετών της χώρας, οι πολιτικές της δυνάμεις, εναλλάξ αλλά κάθε φορά με ιδιαίτερη ένταση, χρησιμοποίησαν την πόλωση ως εργαλείο για την εξασφάλιση κομματικού οφέλους.
Ως αποτέλεσμα, η χώρα μπορεί να εξήλθε, τυπικά, του μνημονιακού της βίου, όμως παρά την όποια πρόοδο κατόρθωσε να σημειώσει, φέρει ακόμη ένα σημαντικό τμήμα των παθογενειών που την οδήγησαν στη χρεοκοπία και εμφανίζεται συνάμα πρόθυμη να... αναβιώσει άλλες.
Ανοίγει διάπλατα, όμως, έτσι, την πόρτα σε νέες περιπέτειες.
Εάν δεν κατορθώσει τώρα, δε, όσο είναι ακόμη καιρός, ελέω της παρατεταμένης χαλαρότητας που επιδεικνύει η ΕΚΤ στη νομισματική της πολιτική, να μεταβάλλει τις εντυπώσεις που καλλιεργούνται στη διεθνή επενδυτική κοινότητα για την Ελλάδα της «επόμενης ημέρας», ίσως να μην μπορέσει να αποφύγει αυτές τις περιπέτειες.
Το γεγονός αυτό είναι αντιληπτό;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.