Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Οι ανησυχίες ενός συλλογικού φορέα του κατασκευαστικού κλάδου όπως ο ΣΕΠΑΚ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων για Ποιότητα και Ανάπτυξη των Κατασκευών) να καταδείξει μέσω μελέτης που εκπόνησε το ΙΟΒΕ την αρνητική επίδραση που είχε η υψηλή φορολογία επί των ακινήτων (ΕΝΦΙΑ, συμπληρωματικός φόρος), στην πορεία του κατασκευαστικού κλάδου και ευρύτερα στην οικονομία, είναι απολύτως θεμιτές και κατανοητές.
Όπως απολύτως ξεκάθαρα ήσαν και τα ευρήματα του ΙΟΒΕ: μέσα σε μία δεκαετία (2007-2017), οι επενδύσεις σε κατοικίες υποχώρησαν κατά 95,4%, διαμορφούμενες σε 1,1 δισ. ευρώ έναντι 24,8 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσαν σε 0,6% του ΑΕΠ αντί 10,8% το 2007, ενώ οι τιμές των διαμερισμάτων έκαναν βουτιά κατά 41%, τη δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ των 28.
Ως αποτέλεσμα επιβολής αυτών των φόρων, η Ελλάδα «κατέκτησε» την τέταρτη υψηλότερη θέση στην ΕΕ σε ό,τι αφορά στους φόρους ακίνητης περιουσίας και την τρίτη υψηλότερη στους επαναλαμβανόμενους φόρους.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και η μείωση κατά το ήμισυ του ΦΠΑ στις νεόδμητες κατασκευές θα οδηγούσε σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και συνεπακόλουθα -μέσω κατανάλωσης και επενδύσεων- του ΑΕΠ και στη δημιουργία 32.000 θέσεων εργασίας έως το 2022.
Όμως, όλα αυτά, φίλτατοι, είναι διαπιστώσεις, ακόμη κι αν δεν συμπεριλαμβάνουν άλλες βασικές αιτίες κατακρήμνισης της αγοράς ακινήτων, όπως η πρωτοφανής πιστωτική συρρίκνωση που βίωσε η χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία και η συνολική εσωτερική υποτίμηση της οικονομίας της.
Η υψηλή φορολογία προφανώς συνέβαλε στον θάνατο της αγοράς ακινήτων και ευλόγως θα οδηγούνταν σε κάποιου είδους αναθέρμανση η συγκεκριμένη αγορά, εάν μειώνονταν οι φόροι στα ακίνητα και συνολικά στην περιουσία.
Όμως, ακριβώς το ίδιο ισχύει για κάθε κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και για κάθε είδους επένδυση στη χώρα μας.
Οι φόροι προφανώς σκοτώνουν την ανάπτυξη και οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι των εταίρων και δανειστών της εξηγούν -έως έναν βαθμό- την ανάγκη αυτής της υψηλής φορολογίας, τόσο επί της περιουσίας όσο επί των εισοδημάτων ή της κατανάλωσης, ακόμη κι αν παραμένει εντελώς «ανεξήγητο» το τμήμα των φόρων που οδηγεί στο λεγόμενο... υπερπλεόνασμα.
Αυτό, όμως, που δεν αγγίζει η παρούσα -απολύτως ορθή κατά τα λοιπά- μελέτη είναι το είδος της ανάπτυξης που επιθυμούμε. Ανάπτυξη μέσω της αύξησης της κατανάλωσης ή διαμέσου των επενδύσεων και των εξαγωγών;
Διότι ακόμη κι εάν παραμερίσουμε τις δύο βασικές αιτίες για τις οποίες κατέρρευσε η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, δηλαδή τη δραματική μείωση εσόδων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αλλά και την πιστωτική συρρίκνωση, η μείωση της φορολογίας -όσο ευπρόσδεκτη κι αν είναι- θα οδηγούσε αναπόδραστα στην αύξηση της κατανάλωσης και στην αναβίωση του ελλειμματικού οικονομικού μοντέλου που μας οδήγησε στη χρεοκοπία.
Έτσι, λοιπόν, όσο επιτακτική και άμεση είναι η ανάγκη μείωσης της φορολογίας για την απελευθέρωση διαθέσιμου εισοδήματος, άλλο τόσο είναι και η δημιουργία συνθηκών πρόσφορων για την υλοποίηση επενδύσεων σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των κατασκευών.
Εάν η χώρα μας παραμένει σήμερα σε κρίση, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι «προσφέρει» έναν συνδυασμό αφιλόξενων επιχειρηματικών συνθηκών, υψηλής φορολογίας και αδυναμίας του τραπεζικού της συστήματος να επιτελέσει τον φυσικό του ρόλο, δηλαδή τη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Πρώτο βήμα για την ανάκαμψή της οφείλει να είναι η μείωση των φόρων. Είναι εντελώς απαραίτητα, όμως, και τα άλλα δύο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.