Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τι «Pacta sunt servanda» (οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται) και ανάγκες για κτίσιμο αξιοπιστίας, ώστε να μπορούμε να «βγούμε» στις αγορές, και άλλα γλαφυρά τινά;
Τζάμπα κόπος και τζάμπα λόγια.
Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας ή εντέλει οι κυριότεροι εκπρόσωποί του, τα διέγραψαν μονοκοντυλιά όλα αυτά χθες και επιδόθηκαν σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού με επίκεντρο τις συντάξεις.
Ένα ιδιαίτερα ακανθώδες θέμα, που αφορά στην αγοραστική ικανότητα και στο επίπεδο διαβίωσης χιλιάδων συνταξιούχων, για το οποίο έχει ήδη δεσμευτεί η χώρα, υποσχόμενη προς τους εταίρους και δανειστές της την κατάργηση της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς», μέσω του νόμου Κατρούγκαλου.
Το έδαφος είχε ήδη προλειανθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα, ο οποίος δεν απάντησε ευθέως σε ερώτηση εάν θα μειωθούν οι συντάξεις, κατά την πρόσφατη συνέντευξή του στο Bloomberg, περιοριζόμενος στην επισήμανση: «Οι δεσμεύσεις μας είναι αυτές που αναφέρει η απόφαση του Eurogroup. Δείτε αυτές τις δεσμεύσεις και βγάλτε τα συμπεράσματά σας».
Η συζήτηση συντηρήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Μοσκοβισί στην Αθήνα, με τον κοινοτικό επίτροπο να κάνει λόγο για ανάγκη τήρησης ειλημμένων αποφάσεων αλλά και «ευελιξία» (commitments are not rigid) κατά την εφαρμογή τους. Ωστόσο, χθες, το όλο θέμα ξέφυγε και μετατράπηκε σε διαγωνισμό λαϊκισμού, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την Οικονομία στη Βουλή.
Ξέφυγε, με τον κ. Α. Τσίπρα να εγκαλεί τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «επιθυμεί διακαώς την περικοπή των συντάξεων» και ότι «τρέμει στην πιθανότητα αυτή να μην εφαρμοστεί». Ξέφυγε, με τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη να προαναγγέλλει την κατάθεση τροπολογίας για την αναστολή της μείωσης των συντάξεων. Ξέφυγε, με την κ. Φ. Γεννηματά να καταθέτει πρόταση νόμου προς την ίδια κατεύθυνση, εγκαλώντας ταυτόχρονα τον πρόεδρο της ΝΔ γιατί δεν την υπερψηφίζει αλλά προαναγγέλλει την κατάθεση δικής του τροπολογίας. Και, βεβαίως, ξέφυγε, με τον φίλτατο κ. Δ. Κουτσούμπα, του ΚΚΕ, ο οποίος κατέθεσε τροπολογία για την κατάργηση όλων των «μνημονιακών νόμων» που οδηγούν σε περικοπές.
Σε όλη αυτή την υπόθεση, δε, ο μόνος ο οποίος άρθρωσε συνεπή πολιτικό λόγο ήταν ο φίλτατος γ.γ. της ΚΕ του ΚΚΕ. Από τον κ. Κουτσούμπα δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό, ούτως ή άλλως. Από τους υπολοίπους, όμως;
Η πλέον εύλογη απορία διατυπώθηκε, ίσως, από τον επικεφαλής του Ποταμιού Στ. Θεοδωράκη, ο οποίος αναρωτήθηκε, «αν στα θεωρεία της Βουλής ήταν τίποτε ξένοι επενδυτές -και παρακολουθούσαν τη συζήτηση-, τη Δευτέρα θα έτρεχαν να βάλουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα ή θα έτρεχαν να φύγουν από αυτήν;».
Όλα αυτά, μάλιστα, την ίδια στιγμή που η κυριότερη εργοδοτική οργάνωση της χώρας, ο ΣΕΒ, υπενθύμιζε ότι ενδεχόμενη αναστολή της μείωσης των συντάξεων όχι μόνο θα υπέσκαπτε την αξιοπιστία της χώρας, προκαλώντας δυσπιστία στις διεθνείς αγορές, αλλά θα παρέπεμπε στις καλένδες τη συζήτηση για τη μείωση της υπερφορολόγησης μέσω των περίφημων «αντίμετρων».
Με άλλα λόγια, απευθυνόμενος προς όλους -πολιτική τάξη, επιχειρηματική κοινότητα και κοινωνία- έθεσε ένα σαφές υπαρξιακό ερώτημα: «Θα επιλέξουμε να μεταβιβάσουμε παραγωγικούς πόρους προς τις νεότερες γενιές (….) ή θα αδρανήσουμε για άλλη μία φορά, οδηγώντας την Ελλάδα στο να γίνει μία χώρα γερόντων χωρίς οικονομικό σφρίγος;».
Εντέλει, όποια κι αν είναι η απάντηση σε αυτό το -ουδόλως ρητορικό- ερώτημα, ας δοθεί κατά τρόπο ο οποίος να μην υποσκάπτει την αξιοπιστία μας. Διαφορετικά, «ας μην το παλεύουμε» το πράγμα. Η κατάληξή του είναι γνωστή…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.