Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Μία καλή και πολλά υποσχόμενη αρχή.
Στη συνάντηση Τσίπρα - Ζάεφ, χθες στο Νταβός, η Ελλάδα έδωσε «κάτι», με τη μορφή της άρσης των ενστάσεών της στην ένταξη της γείτονος στην «Πρωτοβουλία της Αδριατικής - Ιονίου», η ΠΓΔΜ έδωσε «κάτι», υποσχόμενη αλλαγή της ονομασίας αεροδρομίου και λεωφόρων και αμφότερες οι χώρες άνοιξαν έναν νέο δρόμο συνεννόησης, πάντα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στην κατάληξη του οποίου ενδεχομένως υπάρξει λύση του «ζητήματος» της ΠΓΔΜ, αλλά και μία στενότερη, αμοιβαία επωφελής, σχέση μεταξύ τους.
Έπρεπε, άραγε, να περάσει ένα τέταρτο του αιώνα για να «μπει το νερό στο αυλάκι» και ενδεχομένως να αρχίσουμε να λύνουμε τα όποια προβλήματά μας με τους βόρειους γείτονές μας;
Από μία τρίτη ματιά, απαλλαγμένη από την ένταση που συχνά φέρει η υπόθεση του ονοματολογικού της ΠΓΔΜ, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης είπε χθες το εύλογο και αυτονόητο, που όμως επί τόσα χρόνια η χώρα μας αδυνατεί να δει: «Αναρωτιέμαι γιατί να γίνεται καβγάς για ένα όνομα, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη δυνατότητα και τις προοπτικές της Ελλάδας μέσα από επενδύσεις να ασκεί επιρροή και να ελέγχει ένα λιλιπούτειο γειτονικό κράτος».
Όπως πρόσθεσε, «το όνομα δεν έχει σημασία. Δεν θα είχα αντίρρηση, αν ήθελαν να λέγονται και Βόρεια Ελλάδα, αρκεί να διασφαλίζονται τα εθνικά συμφέροντα και να εξευρεθεί ο τρόπος να ξεπεραστούν οι πρόνοιες του Συντάγματος των Σκοπίων, που μιλούν για αλυτρωτισμό».
Μία νηφάλια τοποθέτηση, την οποία -επί τόσα χρόνια- ελάχιστοι είχαν το σθένος να διατυπώσουν εδώ στη χώρα μας.
Επί 25 και πλέον χρόνια που ταλανίζει αυτό το πρόβλημα τις δύο χώρες, πόσες ευκαιρίες εποικοδομητικής συνεργασίας έχουν χάσει αμφότερες;
Εδώ και τόσο καιρό -και μάλιστα τον καιρό των «παχέων αγελάδων»- δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να είχε «κατακτήσει» οικονομικά αυτό το όντως λιλιπούτειο κράτος, όπως το χαρακτηρίζει ο Κύπριος πρόεδρος;
Δεν θα μπορούσε να είχε επενδύσει εκτενώς στα εδάφη του και να είχε συνάψει σχέσεις εμπορικής και άλλης συνεργασίας, που αυτοδίκαια θα γίνονταν σχέσεις εξάρτησης μεταξύ τους, κάτι το οποίο είναι -ούτως ή άλλως- ζητούμενο μεταξύ όμορων κρατών, υπό «κανονικές συνθήκες»;
Αντ’ αυτού, η χώρα μας, όπως και η γείτονα, επέλεξαν την οδό του υπερπατριωτισμού, της εθνικιστικής έξαρσης και των ακραίων διεκδικήσεων, κατορθώνοντας όχι μόνο να διαιωνίσουν τη συγκριμένη υπόθεση αλλά ανάγοντάς την σε «εθνικό» ζήτημα, σε αμφότερες τις πλευρές.
Κυριότερα, δε, το πολιτικό προσωπικό εδώ στην Ελλάδα επέλεξε να «αξιοποιήσει» το ζήτημα της ΠΓΔΜ χάριν πολιτικών, κομματικών ή ακόμη και προσωπικών σκοπιμοτήτων, έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Ακόμη και η τρέχουσα προσπάθεια υπέρβασης του ζητήματος της ΠΓΔΜ, εκ μέρους της κυβέρνησης, δεν χαρακτηρίστηκε από απουσία ενημέρωσης προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από την εκκωφαντική απουσία συνεννόησης για τη χάραξη μίας εθνικής γραμμής, επ’ αυτού του «εθνικού» προβλήματος, με αποτέλεσμα την πόλωση του πολιτικού κλίματος;
Η στάση που τήρησε χθες η Νέα Δημοκρατία, εκφράζοντας διά του προέδρου της, Κυριάκου Μητσοτάκη, την αποστασιοποίησή της από τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση στο ζήτημα της ΠΓΔΜ, ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, υπό τις περιστάσεις.
Εάν, όμως, η τρέχουσα οδός συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ οδηγήσει σε λύση που να ικανοποιεί τα εθνικά συμφέροντα, οφείλει να αναθεωρηθεί.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.