Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν υπήρξε κάποια χρησιμότητα από την όλη φιλολογία περί «σαρανταποδαρούσας» και τη διπλή ομολογία Τσακαλώτου - Χουλιαράκη στη Βουλή σχετικά με την ενσυνείδητη και σκόπιμη υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αυτή αφορά τόσο την ερμηνεία του παρελθόντος, όσο και τη σκιαγράφηση του μέλλοντος.
Σε ό,τι αφορά στο παρελθόν, υπό το φως αυτής της ομολογίας καθίστανται σαφείς οι λόγοι για τους οποίους εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ αρνούνταν εμφαντικά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου η οποία οδήγησε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2015, να ορίσουν ποιους θεωρούν πλουσίους και ποιους όχι, θέτοντας τον πήχη σε ένα συγκεκριμένο εισοδηματικό επίπεδο.
Πλέον, σχεδόν 3 χρόνια μετά και αφού έχουμε βιώσει τις επιπτώσεις αυτής της υπερφορολόγησης, η επιβεβαίωση των τότε χειρότερων ανησυχιών μας ήρθε με τον πλέον επίσημο τρόπο από τα χείλη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
Οι λόγοι για τους οποίους λέγουν ότι υιοθέτησαν τη συγκεκριμένη πολιτική, είτε αφορούν στην αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης», είτε στις πιέσεις του ΔΝΤ, δεν μεταβάλλουν το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο παραμένει η φτωχοποίηση του πλέον δυναμικού τμήματος της οικονομίας, ήτοι εκείνου που ακόμη και στη διάρκεια της κρίσης μπορούσε να παρουσιάσει εισοδήματα: της -κάποτε- μεσαίας τάξης.
Εάν, όμως, αυτή η τάξη έχει πλέον αποδυναμωθεί από την υπερφορολόγηση, σε βαθμό υπέρμετρο, ο οποίος ανακόπτει τόσο τη δυνατότητά της όσο και τη βούλησή της να παράξει έσοδα και πλούτο, τότε ποια θα είναι η επόμενη μέρα αυτού του τόπου;
Επί πόσο ελπίζουν ότι θα είναι σε θέση να στύβουν αυτή την «ξεζουμισμένη λεμονόκουπα» οι φίλτατοι του οικονομικού επιτελείου, όταν ο ένας στους δύο φορολογούμενους έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και όταν μεγάλο μέρος των εσόδων του προϋπολογισμού προέρχεται από μέτρα αναγκαστικής είσπραξης και κατασχέσεις εις χείρας τρίτων;
Βέβαια, για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου διαμορφώθηκε χθες στο 5,108%, ήτοι στο χαμηλότερο σημείο της, όχι μόνον από τα προ τριετίας επίπεδά της αλλά σχεδόν από το 2009, ήτοι προ κρίσης και μνημονίου.
«Διορθώνει» το γεγονός αυτό τα πράγματα ή αίρει τις υφεσιακές επιπτώσεις της υπερφορολόγησης επί της οικονομίας, των επιχειρήσεων ή των νοικοκυριών; Ασφαλώς όχι.
Καταδεικνύει, όμως, το συνολικό κόστος και τα χαμένα χρόνια στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί αυτός ο τόπος επειδή ορισμένοι -συμπεριλαμβανομένου ενός ικανού τμήματος της μεσαίας τάξης- εκτίμησαν πως μπορούν να «γλιτώσουν από τον ΕΝΦΙΑ», τους πλειστηριασμούς ή οτιδήποτε άλλο τους κατέτρεχε…
Συνάμα, όμως, καταδεικνύει ότι ακόμη και τώρα, μετά από όλη αυτή την περίοδο, ο δρόμος που πρέπει να βαδίσει η χώρα παραμένει αυτός της εμπέδωσης κλίματος εμπιστοσύνης προς την οικονομία της και προς τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί στα «συμπεφωνημένα».
Παρά τις καθυστερήσεις, τις ολιγωρίες και την αναποφασιστικότητα που χαρακτήρισαν την ανταπόκριση της κυβέρνησης στις μνημονιακές της δεσμεύσεις κατά την τελευταία διετία, υπήρξε πρόοδος ως προς την εκπλήρωσή τους.
Γεγονός το οποίο, μεταξύ άλλων, αντικατοπτρίζεται και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τη χώρα μας οι αγορές.
Θα όφειλε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια να είναι ουσιαστικότερη ή η δημοσιονομική προσαρμογή να εδράζεται περισσότερο στην περικοπή δαπανών, παρά στην υπερφορολόγηση; Ναι και στα δύο.
Όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με τις αγορές, υπάρχει αποτέλεσμα και είναι μετρήσιμο.
Εάν, τώρα, οι φίλτατοι εταίροι και δανειστές μας ανταποκριθούν και στις δικές τους δεσμεύσεις σε ό,τι αφορά στα μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, όπως μας είπε για ακόμη μία φορά χθες ο φίλτατος Ρέγκλινγκ, ακόμη καλύτερα…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.