Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Τι σημασία έχει εάν η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις των κρατών με τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις (ΟΟΣΑ), εάν την ίδια ώρα, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της διολισθαίνει συνεχώς;
Αντίστοιχα, τι σημασία έχει εάν κατορθώσαμε να βελτιώσουμε την εικόνα του εμπορικού ισοζυγίου, εάν τούτο στάθηκε δυνατό κυρίως χάρη στη μείωση της ζήτησης και των εισαγωγών και όχι χάρη στην αύξηση των εξαγωγών;
Την ίδια ώρα που ο ΣΕΒ -ορθώς- ζητά να μην «ξηλωθεί το πουλόβερ» των μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις, βάσει του οποίου ανακτήθηκε στη διάρκεια των τελευταίων ετών ένα τμήμα της χαμένης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, οι μεταρρυθμίσεις σε σειρά άλλων τομέων εμφανίζονται ως «κενό γράμμα».
Και τούτο κρίνοντας εκ του αποτελέσματος: στον δείκτη «Doing Business» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα υποχώρησε στην 67η θέση μεταξύ 190 χωρών για το 2018, από την 61η εφέτος και στον δείκτη που εκπονεί το World Economic Forum (έκθεση Global Competitiveness Report 2017-2018) διολίσθησε μία θέση χαμηλότερα σε όρους ανταγωνιστικότητας, εξασφαλίζοντας την 87η θέση σε σύνολο 137 χωρών, βάσει στοιχείων του 2016.
Αμφότεροι οι δείκτες καταγράφουν την ευκολία στο επιχειρείν, εξετάζοντας παραμέτρους όπως η έναρξη επιχείρησης, η εξασφάλιση κατασκευαστικών αδειών, η καταχώρηση ακίνητης περιουσίας, η χρηματοδότηση, η φορολογία και σειρά άλλων, βάσει των οποίων τεκμαίρεται η ελκυστικότητα μίας χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Σύμφωνα με αμφότερους τους δείκτες, λοιπόν, μετρηθήκαμε και φανήκαμε «λιγότεροι» από ό,τι ήμασταν.
Εάν τούτο συμβαίνει, δε, μετά από μία επταετία και πλέον μνημονίου και μόλις λίγους μήνες προτού εξέλθουμε από αυτό, τότε -επίσης τεκμαίρεται- η πορεία των πραγμάτων μετά την επίσημη λήξη της επιτροπείας το καλοκαίρι του 2018 και η ταχύτητα με την οποία μπορεί όντως να «ξηλωθεί το πουλόβερ»…
Εάν όμως έχουν έτσι όντως τα πράγματα, τότε προς τι ο «αγώνας» των τελευταίων 7,5 ετών;
Σε καθεστώς μνημονίου οδηγηθήκαμε εξαιτίας του διαβόητου δίδυμου ελλείμματος, ήτοι του δημοσιονομικού και του εμπορικού ισοζυγίου.
Εάν η Ελλάδα κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά της προβλήματα κυρίως μέσω της υπερφορολόγησης, δηλαδή της αύξησης των εσόδων αντί της μείωσης των δαπανών του προϋπολογισμού -εντείνοντας έτσι την ύφεση- και εάν οι μεταρρυθμίσεις που έκανε για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ήσαν μόνον κατ’ όνομα, τότε πώς φιλοδοξεί να εξέλθει επιτυχώς από αυτό το μνημονιακό καθεστώς;
Πώς φιλοδοξεί να κτίσει αυτό το περίφημο νέο παραγωγικό μοντέλο και να εξασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη για την οικονομία της;
Όσο, δε, για το «δίκαιη ανάπτυξη», ας το αφήσουμε…
Εάν υπάρχει ένα πράγμα που αποτυπώνουν οι παραπάνω δείκτες μέτρησης ανταγωνιστικότητας, σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, αυτό είναι η απροθυμία της να αλλάξει.
Η απουσία βούλησης που επέδειξε στη διάρκεια όλων αυτών των ετών να άρει τους κυριότερους παράγοντες που την οδήγησαν στην πολυποίκιλη χρεοκοπία της.
Ορισμένες μεταρρυθμίσεις μπορεί να υλοποιήθηκαν, όπως στον τομέα της εργασίας, στο ασφαλιστικό και αλλού, όμως πολλές άλλες και κυρίως αυτές οι οποίες άπτονται του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητάς της παραμένουν κενό γράμμα.
Άνοιξαν πραγματικά τα επαγγέλματα και οι αγορές; Μειώθηκε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της χώρας; Επιταχύνθηκε ο ρυθμός απονομής της δικαιοσύνης; Μειώθηκε η διαφθορά και η παραοικονομία ή η φοροδιαφυγή;
Ας μην το κουράζουμε, φίλτατοι.
Εάν εμείς, ως χώρα, δεν επιδείξουμε βούληση για την πραγματική αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών μας, ουδείς τρίτος μπορεί να μας βοηθήσει ως προς αυτό.
Για να μην έχουμε αμφιβολίες, είτε περί τίνος πρόκειται, είτε για το τις πταίει…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.