Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ο χρόνος κυλά ανάποδα

Το χρονικό ορόσημο δεν είναι ο Αύγουστος του 2018 αλλά, κυριότερα, το τέλος του τρέχοντος έτους. Έως τότε πρέπει να έχουμε καλύψει το όποιο έλλειμμα αξιοπιστίας ακόμη υφίσταται. Μετά ίσως είναι πολύ αργά…

Ο χρόνος κυλά ανάποδα

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Το έχουν πει σχεδόν όλοι, για προφανείς -και μη- λόγους.

Από τον ίδιο τον Τσίπρα, ο οποίος δημοσίως παροτρύνει τους υπουργούς της κυβέρνησής του να επιταχύνουν για την επίτευξη αυτού του στόχου, έως τον Ντάισελμπλουμ, τον Μοσκοβισί και τον Ρέγκλινγκ, οι οποίοι απευθύνουν παρόμοιες παραινέσεις προς τη χώρα μας.

Η τρίτη αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.

Όχι μόνον διότι από το νέο έτος αναμένεται αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στο Βερολίνο αλλά κυριότερα διότι ο συνολικός διαθέσιμος χρόνος τελειώνει.

Αν και οι στιγμές που διανύουμε δεν έχουν ακόμη τη δραματικότητα που τους προσδίδει ο φίλτατος κ. Π. Λιαργκόβας, κάνοντας λόγο για «εκτροπή», εάν δεν κλείσει η γ’ αξιολόγηση έως το τέλος του έτους, θα αποκτήσουν στο διάστημα έως τον επόμενο Αύγουστο, οπότε εκπνέει το τρέχον πρόγραμμα.

Η Ελλάδα, ωστόσο, δεν θα βρεθεί «στο κενό», όπως επανέλαβε χθες η Goldman Sachs. Οι χρηματοδοτικές της ανάγκες θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα για όλο το 2018 και οι πρώτες σημαντικές πληρωμές υποχρεώσεων θα είναι το 2019, προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.

Στο διάστημα έως το επόμενο καλοκαίρι, ωστόσο -και εδώ ανακύπτει το όποιο δίκιο Λιαργκόβα-, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει δύο τινά.

Πρώτον, θα πρέπει να έχει ανταποκριθεί ως προς τις μεταρρυθμιστικές της δεσμεύσεις έναντι εταίρων και δανειστών και δεύτερον, θα πρέπει να έχει άρει ένα σημαντικό μέρος των επιφυλάξεων που ακόμη τρέφει το διεθνές επενδυτικό κοινό ως προς την αξιοπιστία της χώρας μας.

Τόσο σε ό,τι αφορά στις άμεσες επενδύσεις, όσο και εκείνες που αφορούν στο χρέος.

Ο λόγος ως προς αυτό μάλλον προφανής, σε αμφότερα τα ζητήματα.

Εάν η Ελλάδα δεν έχει ολοκληρώσει την τρέχουσα αξιολόγηση του προγράμματος έως το τέλος του έτους και άρα δεν έχει καλύψει ακόμη το έλλειμμα αξιοπιστίας που τη συνοδεύει, θα βρεθεί σε σαφώς μειονεκτικότερη θέση τόσο σε ό,τι αφορά στις μετέπειτα -προκαταρκτικές- συζητήσεις για την ελάφρυνση του χρέους της, όσο και σε ό,τι αφορά στην ελκυστικότητά της ως επενδυτικού προορισμού.

Με άλλα λόγια, θα έχει διακυβεύσει τα δύο κύρια στοιχεία που θα της εξασφαλίσουν μία ομαλή πορεία στη μετά μνημόνιο εποχή. Αφενός, τη δυνατότητά της να αντλήσει νέα χρηματοδότηση και αφετέρου, να αναπτυχθεί χάρη σε νέες επενδύσεις.

Το ατυχές, δε, είναι ότι αυτά τα δύο στοιχεία συνδέονται άμεσα, καθώς οι όροι ελάφρυνσης του χρέους  συναρτώνται με τον λεγόμενο «κίνδυνο χώρας» που φέρει η Ελλάδα και ο οποίος επηρεάζει άμεσες και μη επενδύσεις.

Αφορά, δε, ακόμη και την επίτευξη των ρυθμών ανάπτυξης που υπόσχεται ο φίλτατος κ. Τσακαλώτος, του 1,8% εφέτος και 2,4% το 2018, αν και τουλάχιστον για εφέτος ο παραπάνω στόχος ίσως έχει ήδη αποδειχθεί φιλόδοξος, δεδομένης της επίδοσης του +0,6% που εμφάνισε η χώρα κατά το πρώτο εξάμηνο σε ετήσια βάση. Κάτι που βεβαίως θα είναι δυνατόν να κριθεί μόνον όταν δημοσιευτούν τα στοιχεία του Γ’ τριμήνου, το οποίο μόλις ολοκληρώθηκε.

Κοντολογίς, ο όσος χρόνος απομένει έως το τέλος του έτους είναι κρίσιμος. Κατά το διάστημα αυτό, η Ελλάδα οφείλει να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της και μάλιστα κατά τρόπο πειστικό, κτίζοντας έτσι εκ νέου την αξιοπιστία της.

Εάν δεν το πράξει, διακυβεύει τη δυνατότητά της να επιστρέψει στις αγορές κατά τρόπο ομαλό αλλά και να «γυρίσει σελίδα» ως οικονομία.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v