Φίλτατοι καλή σας ημέρα!
Η ατελέσφορη κατάληξη της συνεδρίασης του Euro Working Group (EWG), το βράδυ της Δευτέρας, επί του ζητήματος της περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους αντικατοπτρίζει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την πολιτική του «η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος», που εξακολουθεί να τηρεί -κυρίως- η Γερμανία, επί αυτού του θέματος.
Μία πολιτική, η οποία αν και προτάσσει την ανάγκη ενεργούς παραμονής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, ως «αντίβαρου» στην εκτιμώμενη ως πολιτικά «επιεική» Κομισιόν, εξακολουθεί να μην ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του ίδιου του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους που θα είχε αυτή η εξέλιξη στην εγχώρια σκηνή της.
Ιδίως, δε, ενόψει των επικείμενων γερμανικών εκλογών.
Αντίστοιχα, καίριο -και πιθανότατα βάσιμο- συστατικό στοιχείο αυτής της στάσης, ήτοι της άρνησης συναίνεσης στη λήψη μέτρων περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους πριν το καλοκαίρι του 2018, οπότε λήγει το ελληνικό πρόγραμμα, είναι και ο φόβος «μεταρρυθμιστικής κόπωσης» στην Ελλάδα, σε περίπτωση που χαθεί το «κίνητρο» αυτής της ελάφρυνσης.
Εάν θέσουμε, προς στιγμήν, εκτός συζητήσεως τη στάση που τηρεί η Αθήνα έναντι όλων αυτών, αρνούμενη να υλοποιήσει τα επιπρόσθετα μέτρα που ζητεί το ΔΝΤ σε περίπτωση που αυτό δεν συμμετάσχει στο πρόγραμμα (δηλαδή, εάν δεν έχει υπάρξει ελάφρυνση χρέους η οποία να διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του), πού οδηγούμεθα, αν όχι στο πλήρες αδιέξοδο;
Όλα αυτά, δε, συμβαίνουν την ίδια ώρα που ο «θεσμός» ο οποίος κατέχει το σημαντικότερο μερίδιο του ελληνικού χρέους, ο ESM, αποφαίνεται -κατόπιν έρευνάς του- για την εξαιρετικά προβληματική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου χρέους, επισημαίνοντας ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει από το 2009 (από κοινού με την Πορτογαλία), οπότε η Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως χώρα «υψηλού ρίσκου» σε ό,τι αφορά στην εξυπηρέτηση του χρέους της.
Υπό το πρίσμα, όμως, της -έως τώρα- γερμανικής αδιαλλαξίας επί αυτού του ζητήματος, πώς είναι δυνατόν να ευελπιστούμε σε μία νέα προσφυγή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές χρήματος, έστω κατά τρόπο δοκιμαστικό, ούτως ώστε να ανοίξει η «πόρτα» της επιστροφής σε κάποιου είδους «κανονικότητα»;
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι θα αρθούν οι όποιες ενστάσεις της ΕΚΤ επί της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και θα ενταχθούν τα ομόλογα της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έστω για λόγους συμβολικού και «ψυχολογικού» χαρακτήρα;
Δίχως αμφιβολία, η όλη συζήτηση γύρω από το ελληνικό δημόσιο χρέος άπτεται και της ευρύτερης που αφορά το μέλλον της ευρωζώνης ή ακόμη και της ίδιας της Ευρώπης.
Πρόκειται για μία συζήτηση, δε, η οποία έχει ήδη επηρεάσει τον πολιτικό χάρτη της γηραιάς ηπείρου, ενισχύοντας τις ακραίες λαϊκιστικές φωνές σε σειρά κρατών-μελών και την επιρροή που αυτές έχουν στα εκλογικά τους σώματα.
Δίχως αμφιβολία, η στάση δυνητικής υπαναχώρησης από την υλοποίηση των επιπρόσθετων μέτρων, που τηρεί η Αθήνα, δεν συνεισφέρει εποικοδομητικά στην εδραίωση εμπιστοσύνης ως προς τις μεταρρυθμιστικές διαθέσεις της.
Όμως, ας μην ξεχνάμε -και πώς θα γινόταν άλλωστε αυτό με το πολυνομοσχέδιο ήδη να συζητείται στη Βουλή- ότι η Αθήνα έκανε ό,τι της αναλογούσε.
Μήπως έχει φτάσει η ώρα να κάνει και το Βερολίνο ό,τι «απαιτείται»;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.