Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας

Θα βάζατε ποτέ τα χρήματά σας σε μία χώρα με υπερφορολόγηση; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που ενδεχομένως θα μπορούσε να προσφέρει αυτή η χώρα. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι πολιτικοί μας;

Το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας

Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Κατά πόσον αυξάνει την επενδυτική ελκυστικότητα της Ελλάδας ένα βαρύτερο φορολογικό περιβάλλον, εξαιτίας του οποίου θα μειωθεί ακόμη περισσότερο η ήδη συντετριμμένη αγοραστική ικανότητα των κατοίκων της χώρας;

Η ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές, αν και σημειώνεται με πολλούς μήνες καθυστέρηση και άρα με αυξημένο κόστος σε όρους αβεβαιότητας και μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας, οδηγεί σε ένα νέο τοπίο την ελληνική οικονομία.

Κατά πρώτον, οδηγεί σε παράταση και περαιτέρω όξυνση το καθεστώς υπερφορολόγησης, κατά δεύτερον, προδιαγράφει έναν τριετή ή και μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, εντός του οποίου το φορολογικό τοπίο θα είναι σαφές, δίχως περαιτέρω «εκπλήξεις».

Τα μέτρα 1% + 1% του ΑΕΠ, σε ασφαλιστικό και φορολογικό (αφορολόγητο), θα ληφθούν ούτως ή άλλως, βάσει της προκαταρκτικής συμφωνίας που οφείλει να έχει γίνει νόμος του κράτους έως τις 22 τρέχοντος και θα εφαρμοστούν κατ’ αντιστοιχία, το ’19 και το ’20 ή από κοινού το 2019, εάν δεν έχει επιτευχθεί ο στόχος περί πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%.

Υπό αυτό το πρίσμα αποτελούν μετρήσιμες παραμέτρους, η επίδραση των οποίων επί της οικονομικής δραστηριότητας κατά τα επόμενα χρόνια δύναται να υπολογιστεί και -ενδεχομένως- να αντισταθμιστεί, σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Πρόκειται για μία διαδικασία, ωστόσο, η οποία απαιτεί σχέδιο και αποφασιστικότητα, τόσο από πλευράς κυβέρνησης, όσο και εκ μέρους του λοιπού πολιτικού κόσμου της χώρας.

Με άλλα λόγια, απαιτεί τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων, οι οποίες θα μπορούσαν να υποβοηθήσουν την επιχειρηματικότητα να ανθίσει ακόμη και εν μέσω μίας δραματικά αρνητικής παραμέτρου, όπως η υπερφορολόγηση.

Κυριότερα, δε, απαιτεί τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, το οποίο θα εγγυάται την ύπαρξη σταθερότητας, πολιτικής, νομισματικής και ευρύτερης, που θα διασφάλιζε την πορεία τυχόν επενδύσεων επί ελληνικού εδάφους.

Η επίτευξη, όμως, όλων αυτών ή ακόμη και μέρους τους, αφορά μία εθνική προσπάθεια.

Απαιτεί, πρωτίστως, την ύπαρξη σχεδίου εκ μέρους της κυβέρνησης -και τούτο ακόμη μέλλει να αποκαλυφθεί-, όπως απαιτεί, επίσης, την προώθηση των δομικών μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και σειρά τομέων, οι οποίοι αποδεδειγμένα θέτουν αναίτιο κόστος στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Αντίστοιχα, απαιτεί την παροχή κινήτρων προς την επιχειρηματικότητα, τα οποία θα καταστήσουν ελκυστικότερη την Ελλάδα έναντι όμορων κρατών, που είναι σαφώς προτιμότερα από φορολογικής άποψης.

Ταυτόχρονα, όμως, απαιτεί και κλίμα πολιτικής συναίνεσης, το οποίο θα εγγυάται συνέχεια και συνέπεια εκ μέρους του κράτους έναντι τυχόν επενδυτικών προσπαθειών.

Μπορούν κυβέρνηση και -τουλάχιστον- αξιωματική αντιπολίτευση να προσφέρουν αυτά τα ζητούμενα;

Για παράδειγμα, το γεγονός και μόνον ότι η πρώτη σύσκεψη που επέλεξε να πραγματοποιήσει ο πρωθυπουργός αναφορικά με το ζήτημα της επιτάχυνσης της οικονομικής δραστηριότητας αφορούσε τους 13 περιφερειάρχες της χώρας είναι ενδεχομένως αρκούντως ενδεικτικό ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται αυτά τα ζητήματα.

Ίσως, σήμερα το πρωί, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του υπουργικού του συμβουλίου, υπάρξει περισσότερο φως ως προς τις προθέσεις του.

Αντίστοιχα, ο μονότονος τρόπος με τον οποίο αρνείται η αξιωματική αντιπολίτευση το ενδεχόμενο υπερψήφισης των μέτρων που θα φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή και η εμμονική τοποθέτησή της ότι θα διεκδικήσει την επαναδιαπραγμάτευσή τους -όταν και εφόσον κρατήσει τα ηνία της εξουσίας- κατά πόσον βοηθούν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία;

Υπό τις παρούσες συνθήκες, με τη χώρα να διανύει τον έβδομο χρόνο σε καθεστώς μνημονίου -και να αντιμετωπίζει την προοπτική επιτροπείας για αρκετά χρόνια ακόμη- είναι ιδιαίτερα ασαφές εάν θα τύχει της οικονομικής στήριξης των εταίρων και -έως τώρα- δανειστών της για ακόμη μία φορά.

Η προοπτική επίτευξης συμφωνίας για το χρέος και το ενδεχόμενο ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ συνιστούν μία καλή «μαγιά», αλλά δεν αρκούν ώστε να σταθεί ξανά η χώρα στα πόδια της.

Απαιτούνται εθνικό σχέδιο και συναίνεση για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Μπορεί ο πολιτικός κόσμος να τα προσφέρει;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v