Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Το τέλος του ευρωπαϊκού «αμόρε» με το ΔΝΤ, που προανήγγειλε χθες από την Ουάσιγκτον ο Γερμανός υπουργός των Οικονομικών Β. Σόιμπλε, δεν σημειώνεται ως «κεραυνός εν αιθρία».
Στη διάρκεια -τουλάχιστον- της τελευταίας διετίας, οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας, με πρωταγωνιστή το Βερολίνο, αντιστέκονται σθεναρά στις συνεχείς και πολλαπλώς εκφρασμένες εκκλήσεις του Ταμείου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ώστε τούτο να καταστεί βιώσιμο.
Πρόκειται για ακριβώς το ίδιο σκηνικό που υπέβοσκε στην εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος από τη σύναψη του πρώτου κιόλας μνημονίου, τον Μάιο του 2010, έως σήμερα και ανάγκασε το ΔΝΤ -το οποίο έτρεφε ενστάσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους- ακόμη και σε αλλαγή του καταστατικού του, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει στην τότε ελληνική διάσωση.
Εν προκειμένω, βεβαίως, αυτή αφορούσε κατά κύριο λόγο γερμανικά και γαλλικά τραπεζικά ιδρύματα που ήταν εκτεθειμένα σε ελληνικά ομόλογα και τον κίνδυνο διάχυσης της κρίσης σε ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Η κατάρρευση της Lehman ήταν ακόμη πρόσφατη και η πιστωτική κρίση που την ακολούθησε, νωπή, τόσο στην αμερικανική όσο και στην ευρωπαϊκή μνήμη.
Η γερμανική εμμονή για την είσοδο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ως τεχνοκρατικού αντίβαρου στην πολιτικά επηρεαζόμενη «Κομισιόν», συνοδεύτηκε, ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, από την αντίστοιχη εμμονική άρνηση του Βερολίνου στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέσω των χρημάτων των Ευρωπαίων (διάβαζε κυρίως Γερμανών) φορολογουμένων.
Η αλλαγή «ταυτότητας», δε, του ελληνικού χρέους από ιδιωτικό σε «επίσημο» (δηλαδή, διακρατικό και μέσω φορέων όπως ο EFSF και ο ESM), μέσω του διαβόητου PSI του 2012, κατέστησε απολύτως απαγορευτικό για το Βερολίνο το ενδεχόμενο ενός νέου ονομαστικού «κουρέματος» αυτού του χρέους, (OSI) καθώς τούτο θα σήμαινε ευθεία απώλεια των χρημάτων των Ευρωπαίων (διάβαζε και πάλι Γερμανών) φορολογουμένων.
Ταυτόχρονα, όμως, το γεγονός αυτό δεν ήρε τις γερμανικές επιφυλάξεις έναντι της «Κομισιόν», οι οποίες τροφοδότησαν την εμμονή του Βερολίνου σχετικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και οδήγησαν στην παροχή δεσμεύσεων, εκ μέρους του ίδιου του κ. Β. Σόιμπλε προς την Μπούντεσταγκ, ως προς αυτό.
Υπό αυτό το πρίσμα, αν και η αφορμή του «διαζυγίου» που προανήγγειλε χθες από την Ουάσιγκτον ο κ. Σόιμπλε αφορούσε στις εσφαλμένες προβλέψεις του ΔΝΤ σχετικά με τα ελληνικά δημοσιονομικά μεγέθη, η αιτία είναι σίγουρα διαφορετική.
Εάν ανατρέξει κανείς, εξάλλου, διαχρονικά στις προβλέψεις που διατυπώνει το ΔΝΤ για την Ελλάδα, τόσο σε ό,τι αφορά στα δημοσιονομικά όσο και στα μακροοικονομικά μεγέθη της, μπορεί να εντοπίσει σωρεία σφαλμάτων, από τον περίφημο «πολλαπλασιαστή» των επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής επί της πορείας της οικονομίας το 2011 και το 2012, έως και τα πλέον πρόσφατα «mea culpa» του για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2016.
Αυτές οι διαχρονικές αποκλίσεις βρέθηκαν επανειλημμένως στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων της ελληνικής πλευράς με τους εκπροσώπους του ΔΝΤ στην τρόικα, τόσο επί Τόμσεν, όσο και επί Βελκουλέσκου.
Έτσι, λοιπόν, όταν ο φίλτατος Βόλφγκανγκ αναφωνεί ότι οι Έλληνες κάνουν ρεαλιστικότερες προβλέψεις σχετικά με τον προϋπολογισμό τους, αποδομώντας κατά αυτόν τον τρόπο το ΔΝΤ, διερωτάται κανείς γιατί άργησε τόσο, ώστε να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα;
Η απάντηση ίσως βρίσκεται στην αντίστοιχη εμμονή που επιδεικνύει το ΔΝΤ στην άρνησή του να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, εάν το χρέος της χώρας δεν καταστεί βιώσιμο.
Πρόκειται για ένα «μπρα ντε φερ», το οποίο δεν αφορά μόνο στην ελληνική οικονομική -και κατά προέκταση πολιτική- σκηνή, αλλά κυριότερα τα γερμανικά πολιτικά πράγματα και την προεκλογική περίοδο στην οποία θα εισέλθει εφέτος το καλοκαίρι η Γερμανία.
Η χρυσή τομή ανάδειξης του ESM στον ρόλο ενός «ευρωπαϊκού ΔΝΤ», που εμφανίζεται να προκρίνει ο φίλτατος κ. Σόιμπλε, βολεύει πολιτικά τόσο την Αθήνα, η οποία ανθίσταται στις πιέσεις του ΔΝΤ για σειρά μεταρρυθμίσεων με επίκεντρο το ασφαλιστικό ζήτημα, όσο και το Βερολίνο, που πλέον θα «απαλλαγεί» από τις πιέσεις που αυτό δέχεται από το Ταμείο για τη σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Κατά πόσον, τελικά, συμφέρει τη χώρα μας να «απαλλαγεί» από τον κυριότερο προασπιστή της ανάγκης περαιτέρω απομείωσης του χρέους της και συνάμα υπέρμαχο των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η οικονομία της είναι, προφανώς, ένα άλλο ερώτημα…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.