Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από την «περήφανη» διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου 2015 αντλήθηκαν πολλά συμπεράσματα.
Πέραν του προφανούς, ότι δηλαδή δεν μπορείς να σκίσεις τα μνημόνια «με έναν νόμο και ένα άρθρο» -το οποίο αφορούσε κατά κύριο λόγο τους παλαιούς συνοδοιπόρους του κ. Αλ. Τσίπρα-, ή του εύλογου, πως η καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση μεταφράζεται σε κόστος για την οικονομία, αντλήθηκε, μεταξύ άλλων, ακόμη ένα καίριο συμπέρασμα: Οι εταίροι και δανειστές μας δεν θα μας «αφήσουν» να καταρρεύσουμε, αρκεί να πούμε το «ναι» στις όποιες δεσμεύσεις μάς ζητούν να λάβουμε.
Ιδίως όταν το ενδεχόμενο κατάρρευσής μας μπορεί -τουλάχιστον έως έναν βαθμό- να έχει επιπτώσεις και για τους ίδιους, στη διάρκεια, φερειπείν, μίας προεκλογικής χρονιάς, όπως της φετινής, για τη Γαλλία και τη Γερμανία, ή της συνολικής αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής συνοχής.
Μπορεί να μας το έλεγαν σε όλους τους τόνους έως τότε, κάνοντας λόγο για «αλληλεγγύη έναντι μέτρων», αλλά χρειάστηκαν σχεδόν έξι μήνες «διαπραγμάτευσης» μέχρις ότου το… εμπεδώσουμε.
Εάν κρίνουμε, δε, από την τελευταία πρωθυπουργική τοποθέτηση περί της διαπραγμάτευσης, το συμπέρασμα αυτό παραμένει κυρίαρχο στην τακτική της ελληνικής πλευράς, παρέχοντάς της την άνεση να διαπραγματεύεται μέχρι το τελικό… ναι.
Διότι, «όχι» είναι -αν μη τι άλλο- αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να υπάρξει.
«Είναι η πρώτη φορά που δεν εφαρμόζουμε μέτρα περιμένοντας να μας δώσουν κάτι μετά, αλλά το αντίστροφο. Θα κλείσει η συμφωνία, θα ψηφίσουμε μέτρα και αντίμετρα, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το 2019 και αυτό μόνο εάν, εν τω μεταξύ, υπάρχουν ουσιαστικά μέτρα για το χρέος και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται», είναι το αφήγημα της Αθήνας, όπως αυτό διατυπώθηκε από τον κ. Αλ. Τσίπρα στο «Έθνος της Κυριακής».
Η πολλαπλών αναγνώσεων τοποθέτηση του κ. Τσίπρα προεξοφλεί, στην «καλή» εκδοχή της, πρώτον, ότι θα υπάρξει άμεσα συμφωνία, δεύτερον, ότι αυτή δεν θα προβλέπει μέτρα άμεσης εφαρμογής, τρίτον, ότι η εφαρμογή των όποιων μέτρων και αντίμετρων θα υλοποιηθεί μετά το 2019 και μόνον εάν υπάρξουν έως τότε μέτρα για το χρέος και θα έχουν αρχίσει μάλιστα να υλοποιούνται.
Υπό αυτό το πρίσμα, τότε, προς τι η συνεχιζόμενη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της συμφωνίας μας με τους δανειστές;
Προς τι η διατήρηση της οικονομίας σε καθεστώς αβεβαιότητας, ιδίως, δε, όταν στην πραγματικότητα αυτό που περιγράφει ο φίλτατος κ. Τσίπρας δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό που ήδη προβλέπει το μνημόνιο, το οποίο συνήφθη το καλοκαίρι του 2015;
Ούτως ή άλλως, για μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, δεν προβλέπονταν τα περίφημα «μεσοπρόθεσμα» μέτρα για το χρέος;
Το ίδιο δεν επαναβεβαίωσε πέρυσι την άνοιξη το Eurogroup και το ίδιο δεν επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ο επίσης φίλτατος κ. Σόιμπλε, οσάκις ερωτάται για το ελληνικό χρέος;
Κακά τα ψέματα, φίλτατοι. Ενόσω βρίσκεται αποκλεισμένη από τις αγορές η Ελλάδα, θα παραμένει εξαρτημένη από την «αλληλεγγύη» ή εντέλει τη χρηματοδοτική στήριξη των σημερινών εταίρων και δανειστών της.
Η κατάρρευση της χώρας μας -ευλόγως και για σειρά λόγων- δεν είναι προς το συμφέρον τους, όμως, κυριότερα, δεν είναι προς το δικό μας.
Αυτό το μάθημα γιατί δεν το «μάθαμε» όλα αυτά τα χρόνια της «διαπραγμάτευσης»;
Γιατί πρέπει για ακόμη μία φορά να επωμιζόμαστε, ως χώρα και ως οικονομία, το βαρύ κόστος της καθυστέρησης στην έλευση μίας -εν πολλοίς- προαναγγελθείσας και εντέλει αναπόφευκτης συμφωνίας;
Εκτός κι αν δεν είναι έτσι.
Όμως αυτό, αφενός, αφορά την «κακή» ανάγνωση της πρωθυπουργικής τοποθέτησης και αφετέρου, είναι μία άλλη συζήτηση…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.