Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Όπως σχεδόν όλα στην οικονομία, έτσι και η τρέχουσα διαπραγμάτευση για το «κλείσιμο» της Β’ αξιολόγησης του «ελληνικού προγράμματος» θα κριθεί από το αποτέλεσμά της.
Εάν μέτρο, δε, για αυτό το αποτέλεσμα είναι οι έως τώρα επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, τότε, ίσως να άξιζε τον κόπο να σταματούσαμε να κοιτάμε το δένδρο και να δούμε επιτέλους το δάσος.
Αντί ανάπτυξης, το 2016 έκλεισε με ύφεση (-0,05%) και μάλιστα βαριά, κατά το τελευταίο τρίμηνο (-1,1), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Μπορεί να τα «πήγαμε» σχετικά καλύτερα από ό,τι προέβλεπε ο προϋπολογισμός (-0,3%), αλλά παραμείναμε στο «κόκκινο» για ακόμη μια χρονιά.
Στην αγορά εργασίας, ο δείκτης ανεργίας αρνείται πεισματικά να πέσει από το επίπεδο του 23% και τέλος, στο μέτωπο των επενδύσεων, ελάχιστα, αν όχι ουδέν, φαίνεται να κινείται.
Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνουμε από όλα αυτά;
Αυτή είναι η «βάση εκκίνησης» της ελληνικής οικονομίας, από όπου θα κατακτήσει το 2017 ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,7% που προβλέπει ο προϋπολογισμός (και η Κομισιόν) ή και 2,8% που εκτιμά το ΔΝΤ;
Με το Α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ουσιαστικά χαμένο ελέω της «αέναης» διαπραγμάτευσης που διεξάγεται στις αίθουσες του Χίλτον και την αξιολόγηση ακόμη στον «αέρα», αμφισβητεί κανείς ότι οι παραπάνω προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας εφέτος είναι επί της ουσίας ανέφικτες;
Εάν, όμως, δεν εξασφαλιστούν αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης, τότε τζάμπα κουβεντιάζουμε, καθώς το ίδιο το πρόγραμμα και οι εκτιμήσεις επί των οποίων εδράζεται, βρίσκονται στον «αέρα».
Ακόμη χειρότερα, το μόνο το οποίο κυριαρχεί είναι η αβεβαιότητα για το πού πηγαίνουν τα πράγματα, παράγοντας αφ’ εαυτού ανασταλτικός για την πραγματοποίηση επενδύσεων και άρα της ικανότητας της οικονομίας να μεγεθυνθεί.
Εάν η αβεβαιότητα αυτή, δε, συνοδευτεί και από τη σχεδόν παντελή απουσία προόδου στην υλοποίηση των αποκρατικοποιήσεων, ακόμη και εκείνων που έχουν συντελεστεί στα «χαρτιά», τότε πώς είναι δυνατόν έστω και να μιλάμε για «αναπτυξιακό άλμα» το τρέχον έτος;
Την ώρα που στην ευρωζώνη ακόμη «βρέχει λεφτά» -κάτι που δεν αναμένεται να διαρκέσει επί μακρόν-, η χώρα μας παραμένει εγκλωβισμένη σε μια διαπραγμάτευση η οποία όφειλε να έχει ολοκληρωθεί από έτους και πλέον, και στέκει έτσι αδύναμη να εκμεταλλευτεί μια σπάνια δυνατότητα χρηματοδότησης της εξόδου της από την κρίση: την ποσοτική χαλάρωση.
Αντί να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τον περιορισμό της συνεχιζόμενης ζημίας που υφίσταται η ελληνική οικονομία, η κυβέρνηση του τόπου -επικαλούμενη είτε το «αδιάλλακτο» ΔΝΤ, είτε το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» για τα εργασιακά, είτε οποιονδήποτε άλλο λόγο-, αρνείται να πάρει ένα «υπολογισμένο ρίσκο» και να δώσει έτσι ανάσα στην οικονομία της χώρας.
Διότι, εντέλει, είναι προτιμότερο να «κλείσεις» μια συμφωνία, ακόμη κι αν θεωρείς ότι είναι κακή, όταν η «εναλλακτική» σου αποδεικνύεται στην πράξη χειρότερη, μεταφραζόμενη σε αβεβαιότητα για το μέλλον και απουσία αναπτυξιακής προοπτικής.
Αυτό είναι το δίλημμα της κυβέρνησης Τσίπρα και σε αυτό οφείλει να δώσει απάντηση, άμεσα.
Εάν, δε, τα στοιχεία για τη «μεγάλη εικόνα» της ελληνικής οικονομίας δεν επαρκούν, ας ρίξει το οικονομικό επιτελείο μια ματιά και στα διαθέσιμα στοιχεία για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, σύμφωνα με τα οποία η ελληνική οικογένεια έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό ανέχειας, που περιορίζει τις δαπάνες της ακόμη και στο γάλα.
Για σκεφτείτε το λίγο: …στο γάλα!
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.