Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Εάν υπάρχει κάποιο όφελος από την εσωτερική υποτίμηση που υφίσταται η χώρα μας κατά τη διάρκεια της τελευταίας επταετίας, αυτό, ευλόγως, αφορά στη σχετική αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία οφείλει να αντικατοπτρίζεται, κυρίως, στο πεδίο των εξαγωγών αλλά και στην εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα -και δη στη μεταποίηση.
Τα πρώτα δείγματα της τάσης αυτής σκιαγραφεί εύστοχα και με ακρίβεια ο φίλτατος Στ. Κοτζαμάνης, σε δημοσίευμά του υπό τον τίτλο «Της μόδας» και πάλι η βιομηχανία, στο οποίο καταγράφεται το ενδιαφέρον ξένων επενδυτικών Ταμείων για την Ελλάδα.
Στο ίδιο δημοσίευμα, ωστόσο, καταγράφονται και ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους αυτό το αρχικό ενδιαφέρον δεν μετουσιώνεται σε επενδύσεις, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι χρόνιες παθογένειες από τις οποίες ακόμη υποφέρει η ελληνική οικονομία, που της στερούν τη δυνατότητα να δρέψει τους καρπούς των κόπων της, των τελευταίων επτά ετών.
Εάν στους λόγους αυτούς προσθέσουμε και τη νομισματική αβεβαιότητα που εξακολουθεί να κατατρέχει αυτόν τον τόπο, τον αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, τη διαφθορά, αλλά και την απουσία καινοτομίας, ξεδιπλώνονται μπροστά μας ορισμένα από τα κυριότερα αίτια για τη συνεχιζόμενη οικονομική καχεξία που μαστίζει τον τόπο μας.
Πρόκειται για μια κατάσταση από την οποία δεν πρόκειται να βγούμε, εάν δεν καταστεί κοινός τόπος και κτήμα των ανθρώπων που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους, ότι η αναστροφή του -έως τώρα μίζερου- επενδυτικού κλίματος στη χώρα μας αφορά, πρώτον, τον βαθμό εμπιστοσύνης που αποπνέουμε ως επενδυτικός προορισμός και δεύτερον, την ελκυστικότητά μας έναντι άλλων δυνητικών επιλογών του κάθε επενδυτή.
Πέρα και έξω από τις όποιες ανεκπλήρωτες μνημονιακές δεσμεύσεις έχουμε αναλάβει σχετικά με την προώθηση σειράς μεταρρυθμίσεων, εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να αντιληφθούμε -επιτέλους- το βαρύ τίμημα που σωρεύεται τόσο στην καθημερινότητα, όσο και στο μέλλον μας, από την απουσία βούλησης για αλλαγή.
Ολόκληροι κλάδοι οδηγούνται σε αφανισμό, όχι μόνον εξαιτίας της πιστωτικής συρρίκνωσης και των κεφαλαιακών περιορισμών αλλά και από τη διστακτικότητα με την οποία προσεγγίζει η πολιτική ηγεσία του τόπου το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών ανοιγμάτων, ήτοι των διαβόητων «κόκκινων επιχειρηματικών δανείων» καθώς και την ανάγκη εκσυγχρονισμού του πτωχευτικού δικαίου.
Εάν δεν επιλυθούν αυτά τα μείζονα προβλήματα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε βελτίωση των όρων χρηματοδότησης του επιχειρείν, ακόμη και στην περίπτωση που κατορθώσουμε να εισέλθουμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ;
Εάν δεν υπάρξει αποφασιστικότητα -και υλοποίηση των δεσμεύσεών μας- στην απελευθέρωση του ενεργειακού τομέα, γιατί θα έπρεπε να περιμένουμε αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους στη χώρα μας και άρα μείωση του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος που σήμερα εμφανίζει η εγχώρια βιομηχανία ή εντέλει ό,τι απέμεινε από αυτήν;
Εάν, τέλος, δεν επιχειρηθεί -με τόλμη και αποφασιστικότητα- η αντιμετώπιση της ακόμη ζέουσας πληγής του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο βαρύνει υπέρμετρα και πέραν πάσης λογικής τον προϋπολογισμό, πώς μπορούμε να ελπίζουμε σε αποκλιμάκωση των ασφαλιστικών εισφορών ή των φορολογικών συντελεστών;
Με λίγα λόγια, φίλτατοι, στην αυγή της αναπτυξιακής στροφής που εμφανίζεται να κάνει η χώρα μας, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι μόνον αυτή μπορεί να μας βγάλει από τη σημερινή μας μιζέρια.
Όταν η αναπτυξιακή διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, η αντιμετώπιση προβλημάτων που φάνταζαν «βουνό» σε καιρό ύφεσης, γίνεται ευλόγως ευχερέστερη.
Για να «πάμε» όμως εκεί, πρέπει να το θέλουμε και οι ίδιοι.
Πέρα και έξω από ό,τι έχουμε «δεσμευτεί» να κάνουμε, στο πλαίσιο του οποιουδήποτε μνημονίου ή της οποιασδήποτε… αξιολόγησης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.