Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Η Βρετανία ουδέποτε υπήρξε -ολόψυχα- κράτος-μέλος της ΕΕ.
Τουλάχιστον όχι κατά τον τρόπο που ήταν τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε Συνθήκης Άνθρακα και Χάλυβα) Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο, ή άλλες χώρες στη συνέχεια, της δικής μας συμπεριλαμβανομένης, κατά τη διαδικασία σταδιακής διεύρυνσης της ΕΕ.
Από το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ, η Βρετανία συμμετείχε στις λιγότερες ευρωπαϊκές συνθήκες και παρέμεινε ευθύς εξαρχής μακριά τόσο από τη νομισματική ένωση, όσο και από Συνθήκη Σένγκεν, που βρίσκεται στα θεμέλια της ΕΕ και της ελεύθερης κυκλοφορίας πολιτών στην Ευρώπη.
Υπό το πρίσμα αυτό, το αποτέλεσμα του πρόσφατου βρετανικού δημοψηφίσματος, όσο κι αν άπτεται της επικράτησης λαϊκιστών πολιτικών, όπως ο Φάρατζ και ο Τζόνσον, αλλά και της απουσίας εμπέδωσης από μία ευρεία μάζα Βρετανών πολιτών του πραγματικού οφέλους συμμετοχής στην ΕΕ, έχει την ιστορική του ερμηνεία.
Καλώς ή κακώς, στη Βρετανία η συζήτηση περί εξόδου από τους κόλπους της ΕΕ ουδέποτε έφυγε από το τραπέζι της πολιτικής συζήτησης και στο πλαίσιο αυτό «ταλαιπώρησε» την ΕΕ επί σειρά ετών.
Άλλοτε, επί εποχής Θάτσερ, με το διαρκές αίτημα συρρίκνωσης της βρετανικής συνεισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό και άλλοτε, με τη μακρά διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης της «ειδικής συμφωνίας» μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας, επί Κάμερον.
Πλέον, η σχέση αυτή οδηγείται στα καταληκτικά της στάδια.
Όμως, η έξοδος της χώρας αυτής από την ΕΕ δεν πρέπει να λάβει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Συνέπειες, οικονομικές και κοινωνικές, αλλά πάντως μη επακριβώς προσδιορίσιμες επί του παρόντος, ούτως ή άλλως θα υπάρξουν στο μέλλον και ήδη ένα τμήμα τους καθίσταται ορατό.
Όμως, εάν η ΕΕ επιχειρήσει να συμπεριφερθεί στη Βρετανία ως «αποδιοπομπαίο τράγο», ώστε να αποτρέψει άλλα κράτη-μέλη από το να ακολουθήσουν το παράδειγμά της, θα έχει διαπράξει ένα ιστορικού μεγέθους ολίσθημα.
Ολίσθημα, αντίστοιχο του οποίου διέπραξε στην περίπτωση της Ελλάδος -ευλόγως, σε άλλη τάξη μεγέθους- κατά τη σύναψη του πρώτου μνημονίου το 2010, το οποίο ήταν σαφώς τιμωρητικού χαρακτήρα και οδήγησε -και πάλι από κοινού με την επικράτηση λαϊκιστικών πολιτικών, κάθε χρώματος- στην αποτυχία του και τελικώς στα δύο επόμενα μνημόνια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενόσω καθυστερεί η υλοποίηση της βούλησης που εξέφρασε το βρετανικό εκλογικό σώμα για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, οι κάθε λογής εκκρεμότητες θα αντικατοπτρίζονται -κυρίως- στο οικονομικό πεδίο.
Ωστόσο, χώρος για εκβιασμούς ή αψιμαχίες δεν υπάρχει.
Πέρα και πάνω από τα δημοψηφίσματα και την εκάστοτε έκφραση της λαϊκής βούλησης, υπάρχει η κοινή ευρωπαϊκή ιστορία και πορεία.
Το 1975 οι Βρετανοί ψήφισαν να μείνουν στην τότε ΕΟΚ και το 2016 άλλαξαν γνώμη και έκριναν ότι είναι σκόπιμο να αποχωρήσουν.
Η χώρα τους, ωστόσο, θα συνεχίσει να είναι μία εκ των κυριοτέρων εμπορικών εταίρων της ΕΕ και η γεωπολιτική της θέση και πολιτική θα συνεχίσει να επηρεάζει καταλυτικά την υπόλοιπη Ευρώπη.
Με λίγα λόγια, η Βρετανία θα είναι πάντα «γείτονας».
Από τη στάση που θα τηρήσει, λοιπόν, η ΕΕ έναντι του «γείτονά» της, θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό τόσο οι μελλοντικές σχέσεις των δύο πλευρών, όσο και τα «μηνύματα» που θα λάβουν τα λοιπά κράτη-μέλη αλλά και οι πολίτες τους.
Το διαζύγιο, προφανώς, δεν είναι συναινετικό. Τουλάχιστον, κάποιος ας σκεφτεί τα παιδιά…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.