Η αναπάντεχη και ολοκληρωτική κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και της πολιτικής δυναστείας που κυβερνούσε δικτατορικά τη Συρία από το 1971 αναδιατάσει ξανά τον χάρτη τη Μέσης Ανατολής κατά τρόπο πρωτοφανή.
Η πτώση του Άσαντ είναι από πολλές απόψεις ανάλογης γεωπολιτικής σημασίας με την πτώση του Σαντάμ Χουσείν το 2003. Τα κενά εξουσίας που άφησε πίσω της η απομάκρυνση των δύο μπααθικών διδκτατοριών δεν έχουν καλυφθεί και δεν πρόκειται να καλυφθούν άμεσα σε καμία από τις δύο χώρες, η ενότητα των οποίων έχει διαρραγεί κατά τρόπο ανήκεστο.
Και στις δύο περιπτώσεις η εθνικοθρησκευτική πλειοψηφία, στο μεν Ιράκ σιιτική, στη δε Συρία σουνιτική έρχεται στην εξουσία μιας βαθύτατα πληγωμένης και διαιρεμένης χώρας μετά από γενιές πολιτικής καταπίεσης με τη διαφορά ότι στο Ιράκ ο εμφύλιος ξεκίνησε μετά την πτώση της μπααθικής απολυταρχίας.
Και στις δύο περιπτώσεις η έννοια της οποιασδήποτε «εθνικής ταυτότητας» είχε οικοδομηθεί από το προηγούμενο καθεστώς, υποδιαιρέθηκε σε φυλετικές και θρησκευτικές / σεκταριστικές υποταυτότητες ενισχύοντας τις κεντρόφυγες δυναμικές που διέλυσαν την ισχύ του κέντρου.
Στην περίπτωση του Ιράκ προέκυψε μια χαλαρή ομοσπονδία με τον σιιτικό νότο να κυριαρχεί. Είναι πολύ πρόωρο να προβλέψουμε το τι θα συμβεί στη Συρία. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι οι περιφερειακές δυνάμεις που περιβάλλουν τόσο το Ιράκ, όσο και τη Συρία δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να μεταφέρουν στο εσωτερικό των εν λόγω κρατών τους δικούς τους ανταγωνισμούς υποδαυλίζοντας και αναμοχλεύοντας τις εσωτερικές έριδες.
Οι ρωσικές βάσεις
Η μετα-ασαντική Συρία δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Ωστόσο σε αντίθεση με το Ιράκ του 2003 υπάρχει μια μεγάλη διαφορά και η διαφορά είναι ο ρόλος της Ρωσίας. Όταν οι ΗΠΑ εισέβαλλαν και κατέβαλλαν το Ιράκ μεταξύ 2003-2011 καμία άλλη διεθνής δύναμη δεν επεδίωξε να έχει τη δική της στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ.
Στην περίπτωση της Συρίας, παρά το σοκ της απώλειας του Άσαντ, οι ρωσικές δυνάμεις στις δύο κύριες βάσεις στο Ταρτούς και τη Λατάκεια παραμένουν επί του πεδίου, αν και το μεγαλύτερο μέρος των ναυτικών δυνάμεων έχει αγκυροβολήσει σε απόσταση περίπου 8-10 χλμ από το λιμάνι της Ταρτούς για προφανείς λόγους ασφαλείας.
Οι βάσεις αυτές δεν αποτελούσαν απλώς το μεσογειακό ανάλογο της Κριμαίας για τη Ρωσία, ως επίκεντρο προβολής αεροναυτικής ισχύος σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αποτελούσαν και αποτελούν το αεροπορικό κέντρο διαμετακόμισης των ρωσικών τακτικών και μισθοφορικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην Αφρική ακόμη και μετά τη διάλυση του Wagner Group διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο για τη ρωσική παρουσία στην ανατολική Λιβύη, το Τσάντ, το Μάλι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Η διατήρηση αυτών των δυνατοτήτων προβολής ισχύος χωρίς το Hmeimim είναι πρακτικά αδύνατη εκτός φυσικά και εάν οι Ρώσοι αποκτήσουν ανάλογες βάσεις στο Τομπρούκ και τη Βεγγάζη.
Η υπό διαμόρφωση μεταβατική κυβέρνηση στη Δαμασκό φέρεται να έχει δώσει εγγυήσεις ότι οι βάσεις αυτές και το προσωπικό τους που κυμαίνεται μεταξύ 4.500-7.500 στρατιωτών δεν θα κινδυνεύσουν από τους ανθρώπους που μέχρι πριν μερικές ημέρες βομβάρδιζε, ενώ η Μόσχα δήλωσε ότι θα διαπραγματευθεί το καθεστώς των βάσεων με τη νέα κυβέρνηση που θα προκύψει στη Δαμασκό.
Όποιος ή όποια πραγματικά πιστεύει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να σταματήσει την ανάγνωση του συγκεκριμένου άρθρου.
Σε κάθε περίπτωση η Ρωσία δεν σήκωσε το δαχτυλάκι της για να εμποδίσει τον ισραηλινό αεροπορικό καταιγισμό που έχει σε μερικές ημέρες καταστρέψει σχεδόν το 90% των αμυντικών δυνατοτήτων και υποδομών που οι Ιρανοί είχαν χτίσει για λογαριασμό των ιδίων και του Άσαντ.
Τα S400 που οι Ρώσοι έχουν αναπτύξει στην Ταρτούς και το Hmeimim θα μπορούσαν να σταματήσουν μέρος των επιθέσεων αυτών. Αλλά γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο όταν τα όπλα αυτά θα μπορούσαν με πολύ μεγάλη ευκολία να χρησιμοποιηθούν από το HTS ή το τουρκικό ανδρείκελο του Syrian National Army σε μια επίθεση του νέου συριακού στρατού κατά των ρωσικών βάσεων στη μεσογειακή ακτή της Συρίας;
Οι ρωσικές δυνάμεις που βρίσκονται στην αλαουτική ενδοχώρα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ασπίδα προστασίας της εθνικοθρησκευτικής μειονότητας σε περίπτωση που οι εγγυήσεις της Hayat Tahrir al-Shas (HTS) προς τους ορθόδοξους χριστιανούς και αλαουϊτες της Λατάκειας και της Ταρτούς αποδειχθούν υποσχέσεις κενού περιεχομένου.
Αυτό θα πάρει πολλούς μήνες για να ξεκαθαριστεί αν και μέχρι στιγμής οι δυνάμεις του HTS φαίνονται σε μεγάλο βαθμό να ελέγχουν τις πρωτεύουσες των δύο αλαουιτικών επαρχιών, αλλά όχι τα ορεινά χωριά χωρίς να παρενοχλούν ή να απειλούν τις ρωσικές εγκαταστάσεις.
Η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά επισφαλής αλλά η Ρωσία έχει και ένα ακόμη μεγάλο χαρτί στα χέρια της: το μέλλον του Άσαντ, τον οποίο θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να «ανταλλάξει» για να κρατήσει τις βάσεις της στη Συρία.
ΗΠΑ: Επιθυμίες και πραγματικότητα
Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ σίγουρα επιχαίρουν για τη διάλυση του χερσαίου σιιτικού διαδρόμου από την Τεχεράνη προς τη Βηρυτό και σίγουρα θα προτιμούσαν την αποχώρηση των ρωσικών βάσεων από Λατάκεια και την Ταρτούς, ενώ επικροτούν και θα συνεχίζουν να στηρίζουν τα προληπτικά αεροπορικά πλήγματα του Ισραήλ κατά των συριακών στρατιωτικών υποδομών.
Κανείς ακόμη δεν φαίνεται να πιστεύει τα ανθρωπιστικά διαπιστευτήρια του κ. Jolani. Ωστόσο, ο ρόλος του παρατηρητή που ο επανεκλεγείς Πρόεδρος Τράμπ φαίνεται να προτιμά ως επιλογή δεν συνάδει με τα δυναμικά δεδομένα αποσταθεροποίησης που θα μπορούσαν να προκύψουν εάν οι Αμερικανοί εγκαταλείψουν, εκ νέου, τους Κούρδους του SDF, και αυτοί απλά «αμολήσουν» από τις φυλακές τους τις δεκάδες χιλιάδες των μαχητών του ISIS που φυλάνε από το 2018.
Οι 900 Αμερικανοί στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων που εξακολουθούν να κυνηγούν τα απομεινάρια του ISIS και ενδεχομένως ενισχυθούν περαιτέρω, λειτουργούν αποτρεπτικά και στο ενδεχόμενο αναγέννησης του ISIS αλλά και μιας γενικευμένης επίθεσης εναντίον τους από την Τουρκία και τον SNA κάτι που ίσως να είναι μόνο ζήτημα χρόνου.
Το κρίσιμο εν προκειμένω ζητούμενο είναι εάν ο Jolani ή Golani θα κάνει πολιτικό χώρο για τους Κούρδους του SDF προκειμένου να αναλάβει τον πολιτικό έλεγχο της βορειοανατολικής Συρίας ακόμη και εάν αυτό θα τον φέρει σε σύγκρουση με το SNA. '
Η εάν -υπό την πίεση του SNA- θα ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα αποκλεισμού των Κούρδων από την οποιαδήποτε διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης.
* Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.