Δεν έχουν μόνον τη νομισματική υπεροχή στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο. Όσον αφορά το έλλειμμα και το χρέος, οι Ηνωμένες Πολιτείες,επίσης κυριαρχούν στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, το δημόσιο έλλειμμά τους ανήλθε σε 1,833 τρισεκατομμύρια δολάρια, το ισοδύναμο του ΑΕΠ του Μεξικού.
Ως αποτέλεσμα της συνεχούς σειράς ελλειμμάτων που έχουν καταγράψει από το 2002, το χρέος τους τριπλασιάστηκε σε είκοσι χρόνια και κορυφώνεται, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, σε επίπεδο ρεκόρ 35,911 τρισ. δολαρίων, ή περισσότερο από το ένα τρίτο του παγκόσμιου δημόσιου χρέους. Έτσι, μόνο η επιβάρυνσή του θα ξεπεράσει φέτος για πρώτη φορά το συμβολικό όριο του 1 τρισ. δολαρίων, ποσό που μπορεί να κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις για τη διεθνή οικονομία.
Για τους λάτρεις της ιστορίας, το αμερικανικό δημόσιο χρέος ήταν 75 εκατομμύρια δολάρια μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, αυξήθηκε κατά 4.000% κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, ξεπέρασε το όριο των 1.000 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 1941 και των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 1995. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια της εξάπλωσης της παγκοσμιοποίησης, με την οικονομική είσοδο στη διεθνή αγορά της Κίνας και άλλων ασιατικών χωρών, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το χρέος ως ανταγωνιστικό εργαλείο.
Ίσως, λοιπόν, ο εθισμός της αμερικανικής κοινωνίας στο χρέος να εξηγεί και την αδιαφορία των πολιτών για μια σοβαρή επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας. Ακόμη πιο περίεργο, πάντως, είναι και το λιγοστό ενδιαφέρον που αρκετοί Αμερικανοί οικονομολόγοι δείχνουν για το ίδιο θέμα. Εικάζουμε ότι αυτή η σχετική αδιαφορία οφείλεται στον κεϋνσιανισμό των παραπάνω οικονομολόγων, που θεωρούν ότι ένα δημόσιο χρέος μπορεί να τραβά την ανηφόρα, αλλά με παραγωγική ανάπτυξη της οικονομίας.
Υπογραμμίζουν επίσης τις θετικές επιπτώσεις της αύξησης των αμερικανικών δημόσιων δαπανών που αφιερώνονται σε μεγάλο βαθμό στις επενδύσεις. Με τις τελευταίες να μη χρησιμοποιούνται όπως στην Ελλάδα για επιδόματα και άλλα παρόμοια, αλλά να αφιερώνονται στη χρηματοδότηση έρευνας για την τεχνητή νοημοσύνη.
Σε κάθε περίπτωση όμως και πάνω από όλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επωφελούνται από το «υπερβολικό προνόμιο», να έχουν το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς, που αναγκάζει τους διεθνείς επενδυτές να αγοράζουν μαζικά ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά του χωρίς δυσκολία.
Ωστόσο, το αμερικανικό χρέος δεν είναι απρόσβλητο στις καταιγίδες, ειδικά εν όψει της προστατευτικής πολιτικής αύξησης των δασμών που υποσχέθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ, και η οποία θα οδηγήσει αυτόματα σε αύξηση των τιμών καταναλωτή στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εξ ου και ο κίνδυνος να δούμε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να αυξάνει τα βασικά της επιτόκια για να ανακόψει αυτή την έκρηξη του πληθωρισμού. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα είναι του γούστου του Ντόναλντ Τραμπ, που μπορεί να απαιτήσει την αποχώρηση του προέδρου της FED Τζερόμ Πάουελ. Ο τελευταίος ωστόσο έχει ήδη προειδοποιήσει ότι «δεν θα παραιτηθεί».
Στο πλαίσιο αυτό, μια σύγκρουση μεταξύ Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας και Λευκού Οίκου, θα μπορούσε να τρομάξει πολύ τους κατόχους αμερικανικών ομολόγων στο εξωτερικό και να προκαλέσει κραχ στην ομολογιακή αγορά σε συνδυασμό με άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, με καταστροφικές συνέπειες για την αμερικανική οικονομία. Υπό αυτή την έννοια, ο Ντόναλντ Τραμπ που έκτισε την περιουσία του σε ακίνητα μέσω καταχρήσεως δανείων, τι θα έλεγε και πώς θα σκεπτόταν;
Μια προσπάθειά του να ανατρέψει τον παραδοσιακό ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας, είναι πολύ πιθανό να πλήξει σοβαρά και τη δική του περιουσιακή κατάσταση, η οποία δεν είναι τόσο υγιής όσο εμφανίζεται από τα φιλικά του μέσα επικοινωνίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.