Στην πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AWG 2024) το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται μακροπρόθεσμα βιώσιμο υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι παραμετρικές συνιστώσες του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος θα παραμείνουν ως έχουν σήμερα. Δηλαδή δεν θα μεταβληθεί η ασφαλιστική εισφορά του 20% για την κύρια σύνταξη και 6% για την επικουρική σύνταξη, οι συντελεστές αναπλήρωσης δεν θα αυξηθούν και θα διατηρηθεί το 50% αναπλήρωσης για 40 έτη εργασίας, οι συντάξιμες αποδοχές θα υπολογίζονται ως ο μέσος όρος όλου του εργασιακού βίου και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξάνονται ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής.
Στο θεσμικό αυτό περιβάλλον η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί από 14,5% του ΑΕΠ το 2023 σε 12% του ΑΕΠ το 2070, θεωρώντας παράλληλα ότι το ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2023-2070 θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1%. Δηλαδή, η οικονομική βιωσιμότητα θα εξασφαλίζεται σε βάρος της κοινωνικής αποτελεσματικότητας.
Σε αυτό το σημείο τα ερωτήματα που τίθενται είναι: γιατί θεωρείται το ΣΚΑ στην Ελλάδα οικονομικά βιώσιμο μέχρι το 2070; Επίσης γιατί το 12% της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ θεωρείται οικονομικά βιώσιμο;
Τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη, λειτουργούν, κατά βάση, με το αναδιανεμητικό οικονομικό σύστημα και επειδή η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ένα θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα, θεωρείται δεδομένη η διαρκής ύπαρξη του ως κοινωνικού κεκτημένου στην Ευρώπη. Τούτων δοθέντων η Ευρωπαϊκή Ένωση για την παρακολούθηση της βιωσιμότητάς των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών έχει θεσπίσει τον δείκτη της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έτσι θεωρείται ότι ένα κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο όταν η τιμή του δείκτη δεν υπερβαίνει το όριο του 16,2% του ΑΕΠ και ουσιαστικά αποτελεί έναν δείκτη όπως το 60% του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ και το 3% του ετήσιου ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ. Οπότε για την χώρα μας αφού η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ θα παραμείνει μέχρι το 2070 κάτω του 16,2% του ΑΕΠ με την εκτίμηση μάλιστα ότι η μελλοντική τάση θα είναι μειούμενη, δηλαδή από 14,5% του ΑΕΠ το 2023 θα μειωθεί σε 12% του ΑΕΠ το 2070, θεωρείται ότι το ΣΚΑ στην χώρα μας είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το “αφανές” χρέος δεν αποτελεί κάποιο μέγεθος βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα στην Ελλάδα το “αφανές” χρέος, σύμφωνα με τις μελέτες μας, υπολογίζεται σε 220% του ΑΕΠ. Αυτός ο αριθμός φαντάζει σημαντικά μεγάλος και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι βιώσιμο.
Τι είναι, όμως, το “αφανές” χρέος και με τι πρέπει να συγκριθεί; Αρχικά, το “αφανές” χρέος είναι το ποσό που θα πρέπει να επιχορηγήσει το κράτος το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα προκειμένου να καταβληθούν οι συντάξεις με βάση τα θεμελιωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα των ασφαλισμένων για τα επόμενα 50 χρόνια (δύο γενιές). Δηλαδή, συγκρίνεται το ποσό των συντάξεων που θα καταβληθεί κατά τα επόμενα 50 έτη με το ύψος του σημερινού ΑΕΠ και γι’αυτό φαίνεται τόσο μεγάλο το σχετικό ποσό, το οποίο ονομάζεται στη περίπτωση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος αναλογιστική υποχρέωση (actuarial liability).
Με τι όμως θα πρέπει να συγκριθεί αυτό το ποσό; Αυτό το ποσό θα πρέπει να συγκριθεί μεθοδολογικά και πραγματολογικά με τους αντίστοιχους πόρους που θα παράγει (παραγόμενο ΑΕΠ) η ελληνική οικονομία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα των 50 ετών. Οπότε, εάν θεωρηθεί ότι το ΑΕΠ στην Ελλάδα θα αυξάνεται με μόλις 1,1% κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 50 χρόνια, η χώρα μας θα παράξει 11 τρισ. ευρώ ΑΕΠ κατά το χρονικό διάστημα 2023 - 2070, οπότε το “αφανές” χρέος θα αποτελεί μόλις το 4,5% του παραγόμενου ΑΕΠ.
Δηλαδή, η χώρα μας για τα επόμενα 50 έτη θα επιχορηγεί το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα κατά μέσο όρο με 4,5% του ΑΕΠ. Αυτό το ποσοστό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία επιχορήγηση στο εφικτό πλαίσιο της βιωσιμότητας του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος χωρίς να επιβαρύνει υπέρμετρα τον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα το αντίστοιχο “αφανές” χρέος ονομάζεται αναλογιστική υποχρέωση και είναι το ίδιο αναλογιστικό μέγεθος, δηλαδή υπολογίζει το ύψος των μελλοντικών υποχρεώσεων για πληρωμές συντάξεων. Η διαφορά είναι ότι σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα το “αφανές” χρέος ονομάζεται αναλογιστική υποχρέωση και πρέπει να υπάρχει ως περιουσία η οποία επενδύεται στις κεφαλαιαγορές.
Αντίθετα στο αναδιανεμητικό σύστημα το κράτος δεν έχει την αναλογιστική υποχρέωση της ύπαρξης μίας περιουσίας, αλλά θα ανταποκρίνεται σε αυτήν σταδιακά διαμέσου των πόρων που θα παράγει ο οικονομικός σχηματισμός. Για παράδειγμα, στο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) στην Ελλάδα (Ν.4826/2021), τα 150 εκατ. ευρώ που έχουν συσσωρευτεί από τις εισφορές των 350.000 ασφαλισμένων, αποτελούν την αναλογιστική υποχρέωση, αφού αυτό το ποσό θα πρέπει μετά από 40 χρόνια να καταβληθεί στους ασφαλισμένους ως συντάξεις.
Η διαφορά μεταξύ του “αφανούς” χρέους του αναδιανεμητικού συστήματος και της αναλογιστικής υποχρέωσης του κεφαλαιαοποιητικού συστήματος είναι ότι το αναδιανεμητικό σύστημα δεν υπόκεινται στον κίνδυνο των αγορών και στον κίνδυνο του πληθωρισμού, ενώ η αναλογιστική υποχρέωση (κεφαλαιοποιητικό σύστημα) υπόκεινται στον κίνδυνο των αγορών, αλλά και του πληθωρισμού.
* O Σάββας Γ. Ρομπόλης (φωτ.) είναι Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
** Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.