Ο Δείκτης Ολικής Γονιμότητας εκφράζει τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Το 2022 ο συγκεκριμένος δείκτης στην Ελλάδα παρουσίασε μεγάλη μείωση. Από 1,43 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας σε 1,32 παιδιά.
Κατά το ίδιο έτος (2022) ο αριθμός των γεννήσεων παρουσίασε μείωση κατά 12%, από 85.346 γεννήσεις το 2021 σε 75.921 γεννήσεις το 2022. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ ο δείκτης ολικής γονιμότητας το 2022 ήταν περίπου ίδιος με αυτόν του 2015, οι γεννήσεις ήταν μόλις 75.921, ενώ το 2015 ήταν 91.847 γεννήσεις.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πληθυσμός των γυναικών σε ηλικία γονιμότητας μειώθηκε σημαντικά από το 2015 και μετά. Αυτό δείχνει ότι ακόμη κι εάν ο συντελεστής γονιμότητας αυξηθεί ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα αποτελέσματα της αύξησης του συντελεστή γονιμότητας το 2022, όμως, θα αρχίσουν να φαίνονται μετά από 30 χρόνια επιβραδύνοντας την μείωση του πληθυσμού στην χώρα μας, ο οποίος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Europop 2023) προβλέπεται ότι θα περιοριστεί στo επίπεδο των 7,8 εκατ. κατοίκων μέχρι το 2070. Ιστορικά, ο δείκτης γονιμότητας από το 1960 μέχρι και το 1981 ήταν πάνω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας, όπου είναι το θεωρητικό όριο για την αναπλήρωση των γενεών (Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1
Πηγή: Eurostat Database, 2024
Γονιμότητα και οικονομική κρίση
Από το 1982 ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας και συνεχίστηκε η πτωτική του πορεία μέχρι το 1999 όπου έφτασε στο χαμηλότερο σημείο (1,23 παιδιά) ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Σε αυτό το χρονικό διάστημα η μέση τιμή του δείκτη ολικής γονιμότητας ήταν 1,48 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Από το 2000 και μετά άρχισε μια συνεχής άνοδος μέχρι το 2009 όπου έφτασε στο επίπεδο των 1,5 παιδιών ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας.
Η άνοδος αυτή ανακόπηκε το 2010 με την οικονομική κρίση και την εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε από τις ασκούμενες πολιτικές των μνημονίων.
Από πρόσφατη έρευνα (Διανέοσις, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Απρίλιος 2024) οι νέοι απάντησαν κατά 80,2% ότι ο σημαντικότερος λόγος που κάποια ζευγάρια αναβάλλουν ή αποφεύγουν να αποκτήσουν ένα ή περισσότερα παιδιά είναι οι οικονομικές δυσκολίες και η οικονομική ανασφάλεια. Η απάντηση αυτή των νέων ζευγαριών επιβεβαιώνει την άποψη ότι η οικονομική κρίση και η εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα με την μείωση κατά 27% των εισοδημάτων των εργαζομένων (ο μέσος ετήσιος μισθός μειώθηκε από τα 21.595 ευρώ (1.542 ευρώ το μήνα μεικτά) το 2009 σε 15.800 ευρώ (1.128 ευρώ το μήνα μεικτά) το 2018- Eurostat) προκάλεσαν, μεταξύ άλλων, τις πιο σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες που γνώρισε η ελληνική οικονομία και κοινωνία κατά την μεταπολιτευτική περίοδο.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η σημαντική μείωση των γεννήσεων κατά την περίοδο 2009 – 2022 (Διάγραμμα 2) δεν οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του δείκτη γονιμότητας που παρατηρήθηκε από το 1982 και μετά δεδομένου ότι η Eurostat το 2009, πριν την χρεοκοπία της χώρας μας, στις δημογραφικές προβολές που είχε πραγματοποιήσει προέβλεπε ότι οι γεννήσεις την ίδια περίοδο (2009 – 2022) θα ήταν πάνω από 100.000 και ο πληθυσμός της χώρας μας το 2060 θα ήταν 11,1 εκατ. κάτοικοι.
Διάγραμμα 2
Πηγή: Eurostat Database, 2024
Έτσι η Eurostat σε εκείνες τις δημογραφικές προβολές (2009), είχε λάβει υπόψη την μειωμένη γεννητικότητα της περιόδου 1982 – 1999. Όμως αυτό το οποίο δεν μπορούσε να προβλέψει ήταν η χρεοκοπία της χώρας μας και οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις που είχαν οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές, οι οποίες οδήγησαν, μεταξύ άλλων, 500.000 νέους στην μετανάστευση σε άλλες χώρες.
Υπογεννητικότητα και επίπεδο ευημερίας
Αυτές οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις όξυναν την υπογεννητικότητα στην χώρα μας, όπως εξάλλου επιβεβαιώνεται και από τις απαντήσεις των νέων. (Διανέοσις, Απρίλιος 2024). Στην κατεύθυνση αυτή είναι ενδιαφέρον να εξεταστεί η διαχρονική εξέλιξη του επιπέδου διαβίωσης και του επιπέδου ευημερίας των πολιτών στην χώρας μας.
Ο συντελεστής αναπλήρωσης εκφράζει το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων σε σχέση με το επίπεδο διαβίωσης που είχαν ως εργαζόμενοι. Δηλαδή, εάν ένας εργαζόμενος λαμβάνει μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα και όταν συνταξιοδοτηθεί θα λάβει σύνταξη 700 ευρώ το μήνα, τότε θα έχει συντελεστή αναπλήρωσης 70%. Δηλαδή, το επίπεδο διαβίωσης του αντιστοιχεί στο 70% του επιπέδου διαβίωσης του ως εργαζόμενος. Ενώ, ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης είναι ο δείκτης που συγκρίνει το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων σε σχέση με αυτό των εργαζομένων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (π.χ. ενός έτους). Για παράδειγμα, ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης για το 2023 ήταν 71,7%, αφού η μέση ετήσια σύνταξη ήταν 12.563 ευρώ (μεικτά) και ο μέσος μηνιαίος μισθός ήταν 1.251 ευρώ (μεικτά), ενώ ο αντίστοιχος δείκτης το έτος 2009 ήταν 57,3% (Διάγραμμα 3).
Διάγραμμα 3
Δηλαδή, το σχετικό επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων το 2009 αντιστοιχούσε στο 57% του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων με μέση ετήσια σύνταξη 12.379 ευρώ και μέσο ετήσιο μισθό 21.595 ευρώ (Διάγραμμα 4).
Διάγραμμα 4
Πηγή: Eurostat Database, 2024
Συνταξιοδοτικό σύστημα και χρεοκοπία
Από την ανάλυση προκύπτει ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν ήταν η αιτία της χρεοκοπίας της χώρας μας, αφού ήδη η συνταξιοδοτική δαπάνη το 2023 ήταν στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2009 και σε ονομαστικές τιμές η μέση σύνταξη ήταν στο ίδιο επίπεδο περίπου. Όμως το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων σήμερα είναι χαμηλότερο δεδομένου ότι ο πληθωρισμός την περίοδο 2009 – 2023 αυξήθηκε σωρευτικά κατά 21%.
Ένα ακόμη συμπέρασμα είναι ότι από την εσωτερική υποτίμηση που εφαρμόστηκε στη χώρα μας με τις ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές επιδεινώθηκε περισσότερο το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων σε σχέση με αυτό των συνταξιούχων δεδομένου ότι ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης που εκφράζει το σχετικό επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων σε σχέση με αυτό των εργαζομένων αυξήθηκε σε 71% από 57% που ήταν το 2009.
Για να παρέμενε η αναλογία της ευημερίας συνταξιούχων και εργαζομένων σταθερή θα έπρεπε το 2023 ο μέσος μισθός να ήταν κατά 22% υψηλότερος (1.530 ευρώ) και όχι 1.251 ευρώ που είναι σήμερα. Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται ότι το 2023 το παραγόμενο ΑΕΠ των 220 δισ. ευρώ αντιστοιχούσε σε 4,2 εκατ. εργαζόμενους, δηλαδή αντιστοιχούσε σε 52.380 ευρώ παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και ο κάθε εργαζόμενος αμείβονταν με 17.250 ευρώ. Δηλαδή, το 2023, ο κάθε εργαζόμενος αμείβεται με το 33% του ΑΕΠ.
Το 2009 το παραγόμενο ΑΕΠ των 239 δισ. ευρώ αντιστοιχούσε σε 4,535 εκατ. εργαζόμενους, δηλαδή 52.700 ευρώ παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο το οποίο είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το 2023. Όμως, το 2009, ο κάθε εργαζόμενος αμείβονταν με 21.595 ευρώ, δηλαδή ελάμβανε το 40% του ΑΕΠ. Δηλαδή, το έτος 2023, οι εργαζόμενοι στη χώρα μας αμείβονταν κατά 22% χαμηλότερα σε σχέση με το 2009.
Άρα, εάν το 2023, οι εργαζόμενοι αμείβονταν με το ίδιο επίπεδο όπως το 2009, θα έπρεπε ο μέσος μισθός να ήταν 1.530 ευρώ και όχι 1.251 ευρώ.
Κατά συνέπεια αναδεικνύεται ότι η αιτία της επιδείνωσης της ευημερίας των εργαζομένων που έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε χαμηλό επίπεδο την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι το 2023 υποαμείβονταν σε όφελος της υψηλής κερδοφορίας και κερδοσκοπίας στην χώρα μας.
Επομένως, οι μισθοί στην Ελλάδα, θα έπρεπε το 2023 να είναι 1.500 ευρώ και όχι αυτό να θεωρείται ως στόχος για το τέλος του 2027. Αλλά, ακόμη κι εάν το ΑΕΠ της χώρας μας αυξάνεται με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 3% πάνω από τον πληθωρισμό (σε πραγματικές τιμές), ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης θα επανέλθει στο επίπεδο του 58% το 2031, ενώ στο σενάριο όπου η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ είναι 2,5% (σε πραγματικές τιμές), ο στιγμιαίος συντελεστής αναπλήρωσης θα χρειαστεί μια 10ετία δηλαδή το 2034, για να επανέλθει στο επίπεδο του 58%.
* Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (φωτ,), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.