Υπάρχουν πολλές οικονομικές πολιτικές που μεταφέρουν πλούτο ή στερούν πλούτο από τους πολίτες μιας χώρας. Πολλές χώρες που ακολουθούν τέτοιες πολιτικές, ενώ έχουν πλούτο από τα εμπορικά πλεονάσματα, δεν το διαχέουν στους πολίτες τους για να βελτιώσουν την ζωή τους, αλλά τον δαπανούν σε εξοπλισμούς. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε απολυταρχικά καθεστώτα όπου οι λαοί δεν έχουν το δικαίωμα να αντιδράσουν σε τέτοιες άδικες πολιτικές.
Μεγάλη διαφορά επιτοκίων δανεισμού και καταθέσεων: Όταν μια χώρα καθορίζει τα επιτόκια τόσο για τον δανεισμό, όσο και για τις καταθέσεις, διαδραματίζεται μια διπλή μεταφορά πλούτου: από τους καταθέτες προς τους δανειολήπτες και από τους καταθέτες προς το τραπεζικό σύστημα. Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού και χορηγήσεων, γνωστή ως spread, αντιπροσωπεύει ουσιαστικά το κέρδος που εξασφαλίζουν οι τράπεζες από τη διαμεσολάβησή τους μεταξύ καταθετών και δανειοληπτών. Αυτή η διαδικασία, όπου ο πλούτος μεταφέρεται στο τραπεζικό σύστημα, προέρχεται κυρίως από τους καταθέτες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν συχνά χαμηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις τους σε σχέση με τα επιτόκια που επιβάλλονται στους δανειολήπτες.
Αυτός ο μηχανισμός επιτρέπει στις τράπεζες να επωφελούνται από τη διαφορά των επιτοκίων, αυξάνοντας τα κέρδη τους σε βάρος των καταθετών. Ενώ αυτή η πρακτική υποστηρίζει τη λειτουργία και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, ταυτόχρονα αναδεικνύει την ανάγκη για ισορροπημένη και δίκαιη κατανομή των οικονομικών οφελών μεταξύ των διαφόρων οικονομικών φορέων.
Τεχνητή υποτίμηση νομίσματος: Η υιοθέτηση από μια χώρα μιας πολιτικής που επιδιώκει τη διατήρηση μιας τεχνητά υποτιμημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, ουσιαστικά εξισώνεται με την επιβολή εμμέσων δασμών στις εισαγωγές και ταυτόχρονα με την παροχή επιδοτήσεων στις εξαγωγές. Αυτή η στρατηγική δημιουργεί μια μεταφορά πλούτου από τους καταναλωτές, οι οποίοι ενδέχεται να επιθυμούν να αγοράσουν ξένα προϊόντα, προς τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς που απευθύνονται σε διεθνείς αγορές.
Αυτή η προσέγγιση ενθαρρύνει την εγχώρια παραγωγή και ενισχύει το εξαγωγικό προφίλ της χώρας, προσφέροντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα εγχώρια προϊόντα σε σχέση με τα εισαγόμενα. Ωστόσο, αυτή η πολιτική μπορεί να οδηγήσει σε διεθνείς εντάσεις, καθώς άλλες χώρες μπορεί να αντιληφθούν τέτοιες κινήσεις ως αθέμιτο ανταγωνισμό. Επιπλέον, η μακροχρόνια εφαρμογή τέτοιων πολιτικών μπορεί να προκαλέσει οικονομικές ανισορροπίες και να επηρεάσει τη διεθνή συνεργασία και το εμπόριο καθώς δημιουργεί εμπορικά ελλείματα στις χώρες όπου εξάγονται τα εμπορεύματα.
Χαμηλοί μισθοί: Η πρακτική του να κρατούνται οι αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα χαμηλότερα από την ανάπτυξη της παραγωγικότητας των εργαζομένων αποτελεί μια μορφή οικονομικού φόρου που ευνοεί τη μεταφορά πλούτου από τους εργαζόμενους προς τους εργοδότες. Αυτός ο μηχανισμός ενισχύει τα κέρδη των επιχειρήσεων εις βάρος της αγοραστικής δύναμης και της ευημερίας των εργαζομένων. Ενώ οι επιχειρήσεις επωφελούνται από υψηλότερα κέρδη και αυξημένη ανταγωνιστικότητα, οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν στασιμότητα ή μείωση της πραγματικής αξίας των εισοδημάτων τους.
Αυτή η δυναμική έχει σημαντικές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενη οικονομική ανισότητα και να επηρεάσει αρνητικά την κοινωνική συνοχή. Η ανάγκη για ισορροπημένη κατανομή των οφελών της ανάπτυξης της παραγωγικότητας μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση μιας δίκαιης και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Σκόπιμα τεχνητά χαμηλά επιτόκια: Η πρακτική της οικονομικής καταστολής, η οποία περιλαμβάνει τον καθορισμό των επιτοκίων σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα, αποτελεί μια οικονομική στρατηγική που ευνοεί τη μεταφορά πλούτου από τους αποταμιευτές προς τους δανειολήπτες. Αυτό συμβαίνει διότι, σε γενικές γραμμές, τα νοικοκυριά λειτουργούν κυρίως ως αποταμιευτές, ενώ ο επιχειρηματικός και ο δημόσιος τομέας συχνά εμφανίζονται ως δανειολήπτες. Σε αυτό το πλαίσιο, τα χαμηλά επιτόκια μπορούν να οδηγήσουν σε μια έμμεση μεταφορά οικονομικών πόρων από τα νοικοκυριά προς τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση.
Αυτός ο μηχανισμός έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική διάρθρωση και την κατανομή πλούτου σε μια οικονομία, καθώς οι αποταμιευτές βρίσκονται αντιμέτωποι με μειωμένα έσοδα από τις αποταμιεύσεις τους, ενώ οι δανειολήπτες επωφελούνται από φθηνότερη πρόσβαση στο κεφάλαιο. Ενώ αυτή η προσέγγιση μπορεί να στηρίξει την επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και την υλοποίηση δημοσίων έργων, ενδέχεται επίσης να οδηγήσει σε αυξημένη οικονομική ανισότητα και να περιορίσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Αυτού του είδους οι οικονομικές πολιτικές, στοχεύουν προς την ενίσχυση της παραγωγής και την προώθηση των εξαγωγών, εξαπλώνονται μέσω δύο αλληλένδετων μηχανισμών. Αρχικά, η ενίσχυση των παραγωγών με χρήση φθηνής εργασίας, προσιτών δανείων και υποτιμημένου νομίσματος παρέχει στις επιχειρήσεις τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανάπτυξη της παραγωγικής τους δυναμικότητας. Ταυτόχρονα, αυτή η στρατηγική προσφέρει στις επιχειρήσεις ένα σημαντικό πλεονέκτημα ως προς το κόστος σε σχέση με ξένες εταιρείες που δεν έχουν πρόσβαση σε τέτοιου είδους οφέλη.
Αυτή η διπλή διαδικασία ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παραγωγών στη διεθνή αγορά, διευκολύνοντας την εξαγωγική τους δραστηριότητα. Αυτό επιτρέπει στις επιχειρήσεις να επεκτείνουν την παρουσία τους σε νέες αγορές και να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εθνική οικονομία μέσω της αύξησης των εσόδων από τις εξαγωγές.
Χώρες που κατέχουν εμπορικό πλεόνασμα τείνουν να αποδίδουν αυτή την επιτυχία στις οικονομικές αρετές και στο ήθος εργασίας των πολιτών τους. Στην πραγματικότητα όμως έχουν στερήσει πλούτο στους πολίτες τους και έχουν μεταφέρει και πλούτο από μια ομάδα σε μια άλλη ομάδα.
Αυτή η προσέγγιση έχει βαθύτερες συνέπειες και αντικατοπτρίζεται σε πολλές πτυχές της παγκόσμιας οικονομίας. Πρώτον, η χρήση φθηνής εργατικής δύναμης αυξάνει τα κέρδη των εταιρειών και την ικανότητά τους να επεκταθούν και να καινοτομήσουν, αλλά εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και τα εργασιακά δικαιώματα. Δεύτερον, η προσβασιμότητα σε φθηνά δάνεια ενθαρρύνει την επέκταση και την ανάπτυξη, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε υπερχρέωση και οικονομική ανισορροπία. Τρίτον, η υποτίμηση του νομίσματος μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, αλλά επίσης μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες για νομισματικούς πολέμους και να επηρεάσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Εν τέλει, ενώ αυτές οι πρακτικές μπορεί να προσφέρουν σημαντικά οικονομικά οφέλη στους παραγωγούς και να συμβάλουν στην ανάπτυξη της παραγωγικής τους ικανότητας, είναι κρίσιμο να ληφθούν υπόψη οι πιθανές αρνητικές συνέπειες. Η εξισορρόπηση μεταξύ ανάπτυξης και δικαιοσύνης, καθώς και η βιωσιμότητα των επιχειρηματικών και οικονομικών μοντέλων, παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τις παγκόσμιες οικονομίες.
* Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.